Κυριακή 24 Αυγούστου 2014

Η Απουσία του Θεού από το Σταυρό. π. Στέφανος Φρήμαν « Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλειπες»


 Η κραυγή του Χριστού στο Σταυρό, ή οποία παρέπεμπε στον 22ο Ψαλμό, μπορεί κάλλιστα να είναι η κραυγή του σύγχρονου ανθρώπου στην καθημερινή του ζωή. Γενικά έχουμε μια εμπειρία του κόσμου χωρίς την παρουσία του Θεού. Όταν Τον αντιλαμβανόμαστε, είναι επειδή κάναμε ειδική προσπάθεια και κυρίως επειδή αναφερόμαστε σε αφηρημένες έννοιες και όχι στον ίδιο τον κόσμο. Οι σύγχρονοι Χριστιανοί μένουν σταθερά μακριά από τα Άγια Μυστήρια. Όλο και περισσότερο περιγράφουν την Θεία Ευχαριστία και το Βάπτισμα ως «άδεια» σύμβολα, ή ενέργειες που αναφέρονται σε ιδέες και όχι σε πρακτικά μέσα της χάριτος. Ο Θεός δεν είναι στο νερό, δεν γίνεται ψωμί και κρασί, λένε


Ωστόσο, η κραυγή του Χριστού στο Σταυρό περιγράφει επίσης μια ιστορική στιγμή, η οποία παρόλο που τώρα είναι γεμάτη θρησκευτικό συναισθηματισμό, αρχικά ήταν χωρίς θρησκευτικό περιεχόμενο. Η σταύρωση του Χριστού ήταν η πολιτική εκτέλεση ενός εγκληματία. Περιείχε τόσο Θεό όσο και δεκάδες άλλες σταυρώσεις που προηγήθηκαν τους προηγούμενους μήνες. Ο κατηγορούμενος είχε σίγουρα θρησκευτικούς οπαδούς και πολλούς θρησκευτικούς εχθρούς. Η αναφορά Του σε μια «Βασιλεία ουκ εκ του κόσμου τούτου» έκανε τον τοπικό άρχοντα να σταματήσει για ένα λεπτό, αλλά δεν ήταν αρκετή να εμποδίσει την εκτέλεσή Του. Αυτός ο δισταγμός μπορεί να οφειλόταν σε κάποια Ρωμαϊκή δεισιδαιμονία (όπως το κακό όνειρο την γυναίκας του Πιλάτου) αντί στην αμφιβολία για την απονομή δικαιοσύνης.
Για τους οπαδούς του Χριστού, ο θάνατός Του στο Σταυρό φαίνεται να ήταν μια στιγμή έντονης απουσίας. Η σύλληψη, ο ξυλοδαρμός και τα βασανιστήρια καθώς και η καταδίκη Του, τους άφησε σε αταξία. Βρίσκονταν σε σύγχυση και απορία για την τροπή που πήραν τα γεγονότα και η οποία  ερχόταν σε απόλυτη αντίθεση με τις υποσχέσεις που φανέρωναν τα θαύματά Του. Πώς μπορεί ένας άνθρωπος που περπατά πάνω στο νερό να βασανίζεται και να σταυρώνεται; Μήπως πλανήθηκαν όταν σκέφτονταν ότι ήταν ο Μεσσίας; Ήταν μήπως κάποιος απατεώνας;
Η ανάσταση του Χριστού τούς φάνηκε το ίδιο απρόσμενη. Κανείς δεν είχε παραμείνει στον 
τάφο Του περιμένοντάς την ανάστασή Του. Ακόμα και αυτοί που Τον είδαν μετά την ανάστασή Του έπρεπε να μάθουν να κατανοούν. ( Λουκ.24.45)
Ωστόσο για μας ο Σταυρός έχει μεταμορφωθεί- όχι τόσο εξ αιτίας του έργου του Θεού- όσο από στρώματα θρησκευτικού συναισθήματος που κρύβουν την πραγματικότητά του και συγκαλύπτουν την κένωσή του. Ο Απ. Παύλος έγραφε συστηματικά για την αδυναμία του Σταυρού. Όταν περιγράφει το Σταυρό ως τη δύναμη του Θεού, το κάνει για να δείξει τη Θεία ειρωνεία. Σήμερα ο Σταυρός, ως θρησκευτικό σύμβολο έχασε την έννοια την ειρωνείας. Για πολλούς ο Σταυρός δεν σχετίζεται με τη σταύρωση του Αθώου. Είναι περισσότερο ένα πολιτικό σύμβολο και ιδεολογικό σχήμα  παρά η αποκάλυψη την κένωσης του Θεού.
Στην τοπική μου επαρχία στο Τενεσσί, η συντηρητική δεξιά κατάφερε να ανεβάσει ένα πανό με τη φράση «Εμπιστευόμαστε το Θεό» έξω από το δικαστήριο. Αποτελεί απόδειξη για το πώς η τοπική Χριστιανική πλειοψηφία κατάφερε να πλήξει τις ενοχλητικές προσπάθειες των τοπικών αθεϊστών και όσων υποστηρίζουν  το «διαχωρισμό κράτους και Εκκλησίας». Ωστόσο καμιά ομάδα δεν αντιπροσωπεύει την κένωση του Χριστού στο Σταυρό. Αυτό το κενό είναι πιθανόν να βρίσκεται στους χώρους που κανένας δεν θέλει να αγγίξει: το τεράστιο χάσμα κενότητας είναι ο κατασκότεινος καθρέπτης κάθε ανθρώπινης ψυχής.
 Ο Εσταυρωμένος είναι η απόλυτα ψυχρή παρουσίαση της απουσίας του Θεού. Είναι η φαινομενική νίκη του θανάτου έναντι της ζωής- ο θρίαμβος της έλλειψης νοήματος και η εξύψωση της ωμής βίας. Καμία ανθρώπινη εμπειρία απουσίας και κενού, ανομίας και κοινοτοπίας δεν φτάνουν το θάνατο του Χριστού στο Σταυρό. Η αποτυχία να συνδέσουμε τη σταύρωση του Χριστού με το δικό μας κενό εστιάζεται στη δική μας απροθυμία να δούμε αυτό το κενό. Το να δεχόμαστε τον αναστημένο Χριστό χωρίς το κενό του Σταυρού (ή να θέλουμε το Σταυρό να υπάγεται στην ανάσταση), είναι σαν να ελαττώνουμε την ανάσταση από το αληθινό πλήρωμά της. Ωστόσο, έτσι δεν θανατώνουμε τον εαυτό μας με το θάνατο του Χριστού, αλλά ενωνόμαστε με την ανάστασή Του για το δικό μας θρίαμβο. Ο παλαιός άνθρωπος δεν θέλει να πεθάνει- αντιθέτως προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τον αναστημένο Κύριο για να στηρίξει τη δική του αφήγηση.
Για να ενωθούμε με τον αληθινό και ζώντα Θεό κατά τη διάρκεια του ταξιδιού για επίτευξη αυθεντικότητας,, δεν πρέπει να αποφεύγουμε το σκοτάδι της ανθρώπινης δυστυχίας ή την σκοτεινή απειλή της  έλλειψης νοήματος, γιατί ο Σταυρός στέκεται ακριβώς σε αυτό το σημείο.
«τούτο φρονείτε εν υμίν ο και εν Χριστώ Ιησού, ος εν μορφή θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα θεώ, αλλά εαυτόν εκένωσεν μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος· και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» ( Φιλιππ. 2, 5-8).
Ο εκκοσμικευμένο κόσμος είναι ένας κόσμος σταυρωμένος. Έχοντας αδειάσει από κάθε υπερβατικότητα, κάθε Θείο μυστήριο, ο κόσμος του ανθρώπου έχει απλώσει τα χέρια του στο σκληρό ξύλο του σταυρού, παρόλο που γονατίζει ταυτόχρονα με χαρά για να παίξει στα ζάρια τα δικά του ενδύματα. Είναι ένας κόσμος που δεν έχει εγκαταλειφτεί από το Θεό, αλλά που ο ίδιος έχει εγκαταλείψει το Θεό. Και όμως παρόλα αυτά, ο Χριστός κρεμάται στο μέσο της κοσμικότητας γιατί ο Σταυρός είναι η κατ’ εξοχήν κοσμική στιγμή. Αυτό  το ταυτόχρονο Θεανθρώπινο θαύμα της Σάρκωσης αποτελεί την απόλυτη ειρωνεία. Λόγω της εγκατάλειψης του Θεού από τον κόσμο, ο ίδιος ο κόσμος  ενώνεται με Τη Σταύρωση Του.
«τον μη γνόντα αμαρτίαν υπέρ ημών αμαρτίαν εποίησεν, ίνα ημείς γενώμεθα δικαιοσύνη θεού εν αυτώ» (Β΄ Κορ. 5, 21)
Αν μη τι άλλο πρέπει να φυλάσσουμε τους εαυτούς μας από το είδος της αγιότητας που ωραιοποιεί την παγερότητα  του Σταυρού ή πανεύκολα μεταστρέφει το γεγονός αυτό σε δογματικό. Το κύριο πρόβλημα του ανθρώπου δεν είναι διανοητικό αλλά υπαρξιακό. Όπως έλεγε ο γέροντας Σωφρόνιος:
«Να στέκεσαι στο χείλος της αβύσσου ώσπου να μην μπορείς να αντέξεις. Ύστερα, πιες ένα φλιτζάνι τσάι». 

Τρίτη 12 Αυγούστου 2014

Μητροπολίτης Γόρτυνος Ἰερεμίας, Ὀρθόδοξη μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς


         † Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
                 ΙΕΡΕΜΙΑΣ
ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ
(Γιά τόν λαό)
                                                                                    Μάθημα 5ον
1. Γιά νά ἑρμηνεύσουμε σωστά τήν Ἁγία Γραφή χρειάζεται ὁ φωτισμός τοῦ Θεοῦ, πού τόν ἀποκτᾶμε μέ τήν προσευχή καί τήν καθαρότητα τοῦ βίου. Ἀφοῦ ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι θεόπνευστο κείμενο, ἑρμηνεύεται σωστά, θεολογικά, μόνον ἀπό ἐκεῖνον πού ἔχει Ἅγιο Πνεῦμα. «Ὄχι μόνο ὁ γράφων ἀλλά καί ὁ διαβάζων πρέπει νά γνωρίζῃ γράμματα. Ὄχι μόνον ὁ γράφων περί μαθηματικῆς πρέπει νά γνωρίζῃ τήν μαθηματικήν, ἀλλά καί ὁ διαβάζων καί ὁ ἑρμηνεύων τά γραφόμενα τοῦ μαθηματικοῦ πρέπει νά γνωρίζῃ τήν μαθηματικήν. Τό ἴδιον ἀκριβῶς ἰσχύει διά τήν διά κειμένων μετάδοσιν οἱασδήποτε ἐπιστήμης. Καί διά ποῖον λόγον νά ἐξαιρῆται ἡ Ἁγία Γραφή; Ἐν αὐτῇ ἀναγράφεται ἡ περί Θεοῦ καί τῆς βασιλείας καί δόξης Αὐτοῦ ἐμπειρία τῶν θεουμένων προφητῶν καί ἀποστόλων. Πῶς δέν ἰσχύει ὁ γενικός ἐπιστημονικός κανών καί εἰς τήν περίπτωσιν αὐτήν; Ὅτι δηλαδή οἱ ὀρθῶς ἀναγινώσκοντες καί ἑρμηνεύοντες τήν ἐμπειρίαν ταύτην τῶν θεουμένων εἶναι οἱ ἀνήκοντες εἰς τήν ἐν Χριστῷ κοινωνίαν τῶν θεουμένων;».1 

Πρέπει, λοιπόν, νά προσευχόμαστε νά μᾶς στείλει ὁ Χριστός τό Ἅγιο Πνεῦμα, γιά νά ἑρμηνεύσουμε σωστά τόν λόγο Του. Πόσο ὡραῖο εἶναι ἐκεῖνο πού γράφει τό Γεροντικό, ὅτι πῆγαν κάποιοι ἀδελφοί στόν ἀββᾶ Ἀντώνιο νά τόν ρωτήσουν πῶς ἑρμηνεύεται ἕνα χωρίο τοῦ Λευιτικοῦ.2 Καί ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ἔκανε προσευχή στόν Θεό νά στείλει τόν Μωυσῆ, πού ἔγραψε τό Λευιτικό, νά τούς ἑρμηνεύσει τό δύσκολο χωρίο!3
Τόν σωστό τρόπο ἀνάγνωσης τῆς Ἁγίας Γραφῆς τόν συνιστᾶ ἡ λατρεία μας. Γιά νά παρουσιαστεῖ τό ἱερό Εὐαγγέλιο στούς πιστούς (παλαιότερα καί ἡ Παλαιά Διαθήκη, ὅπως φαίνεται ἀπό τήν λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰακώβου), γίνεται ὁλόκληρη λιτανεία· καί φτάνοντας ὁ ἱερέας στό κέντρο τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ ὑψώνει τήν ἱερά Βίβλο, τήν «Σοφία» τοῦ Θεοῦ καί ὁ λαός τήν ὑποδέχεται μέ προσκυνήματα λέγοντας «Δεῦτε προσκυνήσωμεν καί προσπέσωμεν...». Καί δέν γίνεται ἀνάγνωση τῶν ἱερῶν κειμένων, ἄν δέν γίνει ἡ δέουσα προετοιμασία τῶν πιστῶν μέ τό ἐπανειλημμένως «Πρόσχωμεν»· διαβάζεται δέ καί εἰδική εὐχή ἀπό τόν ἱερέα γιά τήν ὀρθή κατανόηση τῶν ἱερῶν ἀναγνωσμάτων.4 Τήν ὡραία αὐτή λειτουργική τάξη τήν διατηροῦσαν πρίν ἀπό μερικά χρόνια εὐσεβεῖς οἰκογένειες, ἰδιαίτερα τῶν χωριῶν μας, πού τοποθετοῦσαν τήν Ἁγία Γραφή στό εἰκόνισμα, ὅπως ἡ Ἐκκλησία τήν εἶχε στό ἱερό Σκευοφυλάκιο πρῶτα ἤ σήμερα στήν ἁγία Τράπεζα. Ἀλλά ἦρθαν στήν πατρίδα μας μερικοί θεολόγοι ἀπό τήν Δύση, μέ κολοκυθόσπορο στά κρανία τους, καί κορόϊδευαν τήν εὐσέβεια αὐτή τοῦ γνήσια ὀρθόδοξου λαοῦ μας, λέγοντας: «Γιά τό εἰκόνισμα εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή;». Καί βέβαια γιά τό εἰκόνισμα εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή καί δέν εἶναι γιά τήν τσέπη σου! Καί ὅταν ἡ εὐσεβής οἰκογένεια ἔπρεπε νά ἀναγνώσει τήν ἱερά Βίβλο, θυμίαζε πρῶτα καί ὕψωνε ἔπειτα τό μικρό, τό ἁγνό παιδί νά τήν φτάσει ἀπό τό εἰκόνισμα, γιά νά τήν ἀναγνώσουν. Διάβαζε ὁ ἕνας καί οἱ ἄλλοι ἄκουγαν· καί ὅταν τελείωναν τήν ἱερή ἀνάγνωση πάλι κατά τόν ἴδιο τρόπο τοποθετοῦσαν τήν Ἁγία Γραφή στήν θέση της, στό Εἰκόνισμα. Αὐτή τήν ὡραία τάξη, πού ἀναδεικνύει τήν ἱερότητα τοῦ κειμένου τῆς Ἁγίας Γραφῆς, μᾶς τήν κατάργησαν μερικοί δυτικίζοντες θεολόγοι κοπτόμενοι τάχα γιά τήν ἄγνοια τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀπό τόν λαό μας.5
Τέλος, σχετικά μέ τήν Ἁγία Γραφή, ἔχουμε νά παραθέσουμε μιά ὡραία, ὅσο καί περίεργη ἰδέα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, τοῦ καλύτερου ἑρμηνευτῆ τῆς Ἁγίας Γραφῆς: Ἀρχίζοντας ὁ ἱερός πατέρας τήν ἑρμηνεία στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο λέει ὅτι ἔπρεπε νά εἴχαμε τόσο καθαρό βίο, ὥστε νά μήν εἴχαμε ἀνάγκη ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ἀλλά νά μιλοῦσε κατ᾽ εὐθεῖαν στήν καρδιά μας τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἔτσι ἐπικοινωνοῦσε ὁ Θεός μέ τήν πρώτη γενεά τῶν ἀνθρώπων, μέ τούς πρωτοπλάστους πρίν ἀπό τήν πτώση τους, μέ τόν Νῶε ἔπειτα, μέ τόν Ἀβραάμ, μέ τόν Ἰώβ καί μέ τόν Μωυσῆ. Δέν ἐπικοινωνοῦσε μέ γράμματα, ἀλλά, ἐπειδή εὕρισκε καθαρή τήν ψυχή τους, τούς μιλοῦσε προσωπικά ὁ Ἴδιος. Ὅταν ὅμως ἀργότερα ἐξώκειλε ἡ γενεά τῶν ἀνθρώπων, ὁ Θεός σύναψε μέ αὐτούς συμβόλαιο (αὐτό εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή), γιά νά θυμοῦνται τήν σχέση τους μέ τόν Θεό. Αὐτό δέν εἶναι πρός «κατηγορία» τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλά, ὅπως λέει στό τέλος τῆς περικοπῆς του ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὑποδηλώνει πόσο μεγάλο εἶναι τό «ἔγκλημά» μας καί πόσο μεγαλύτερη κόλαση ἐπισύρουμε ἐναντίον μας, ὅταν περιφρονοῦμε καί αὐτόν τόν τρόπο τοῦ Θεοῦ πού μεταχειρίστηκε γιά τήν σωτηρία μας, τήν παράδοση δηλαδή τοῦ θελήματός Του γραπτῶς (Ἁγία Γραφή).6
Κατά τήν παραπάνω πατερική ἰδέα ἑρμηνεύεται τό παρατηρούμενο φαινόμενο ἁπλοϊκῶν εὐσεβῶν πιστῶν, πού, ἐνῶ δέν ἔχουν διαβάσει τήν Ἁγία Γραφή καί ἔχουν τελεία ἄγνοια τοῦ περιεχομένου της, ὅμως, ἐπειδή ἔχουν καθαρή καρδιά, ἔχουν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἐκφράζουν μέ τά λόγια τους καί μέ τήν ζωή τους τήν Ἁγία Γραφή καλύτερα ἀπό κάθε ἐπιστήμονα μελετητή της.7
1. Πρωτοπρ. Ἰωάννου Ρωμανίδου, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Α´ σ. 174.175. Καί γιά τήν μετάφραση τῶν Ο´, ἡ ὁποία εἶναι ἑρμηνεία καί ὄχι ξηρή μετάφραση τοῦ Ἑβραϊκοῦ πρωτοτύπου, ἑρμηνεία «θεόθεν οἰκονομηθεῖσα» κατά τόν Εὐσέβιο, ὁ ἴδιος καθηγητής γράφει: «...Πάντως ἀκριβῶς διά τούς ἰδίους λόγους οὐδέποτε ἠδυνήθησαν νά καταλάβουν οἱ Διαμαρτυρόμενοι, ἀλλά καί οἱ Ρωμαιοκαθολικοί (ἄν καί ἀπέδιδον μεγάλην σημασίαν εἰς τήν βουλγάταν), πῶς οἱ Ὀρθόδοξοι ἐθεώρουν ἐξ ἴσου θεόπνευστον μετά τοῦ Ἑβραϊκοῦ κειμένου καί τήν μετάφρασιν τῶν Ο´.
Ἐξ Ὀρθοδόξου ἀπόψεως ἐκεῖνο τό ὁποῖον κάμνει τό κείμενον θεόπνευστον δέν εἶναι αἱ ἀρχικαί λέξεις καθ᾽ ἑαυτάς, ἀλλά ἡ ὑπό τῶν θεουμένων ἑρμηνεία τοῦ κειμένου, διότι ὅσον ἀκριβές πρός τό πρωτότυπον καί ἄν εἶναι τό κείμενον, εἰς χεῖρας μή θεουμένων καί ἐκτός τῆς κοινωνίας αὐτῶν εὑρισκομένων δέν ὠφελεῖ. Καί τά ἴδια τά ὑπό προφητῶν καί ἀποστόλων ἰδιοχείρως γραφόμενα καί ἄν εἶχον οὗτοι ἵνα διαβάσουν καί μελετήσουν πάλιν κεκρυμμένον ἀπό αὐτούς θά εἶναι τό μέγα τῆς εὐσεβείας μυστήριον. Καί τοῦτο, διότι θεόπνευστον δέν εἶναι τό κείμενον καθ᾽ ἑαυτό, ἀλλά θεόπνευστος εἶναι ὁ γράφων αὐτό θεούμενος, ἤ Θεόπνευστα τά περί θεουμένου γραφόμενα, ἀλλά μόνον, ὅταν ὑπό θεουμένου ἑρμηνεύονται» (αὐτόθι σ. 174).
2. Πολύ ὡραῖο καί πολύ ἐλεγκτικό αὐτό γιά μᾶς! Φανταστεῖτε το· διάβαζαν τήν Παλαιά Διαθήκη, τό βιβλίο τοῦ Λευιτικοῦ· κάτι δέν κατάλαβαν καί δέν τό προσπέρασαν ἀδιάφορα, ἀλλά πῆγαν μακρυά νά βροῦν τόν ἅγιο Ἀντώνιο νά τούς τό ἑρμηνεύσει!
3. «Ἀδελφοί παρέβαλον τῷ ἀββᾷ Ἀντωνίῳ καί εἶπον αὐτῷ ρῆμα τοῦ Λευιτικοῦ. Ἐξῆλθεν οὖν ὁ γέρων εἰς τήν ἔρημον, καί ἠκολούθησεν αὐτῷ ὁ ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς κρυφῇ, εἰδώς τήν συνήθειαν αὐτοῦ. Καί μακρύνας πολύ ὁ γέρων, στάς εἰς προσευχήν, ἔκραξε φωνῇ μεγάλῃ· “Ὁ Θεός, ἀπόστειλον τόν Μωυσῆν, καί διδάξει με τό ρῆμα τοῦτο”. Καί ἦλθεν αὐτῷ φωνή λαλοῦσα μετ᾽ αὐτοῦ. Εἶπεν οὖν ὁ ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς ὅτι, “τήν μέν φωνήν ἤκουσα τήν λαλοῦσαν μετ᾽ αὐτοῦ, τήν δέ δύναμιν τοῦ λόγου οὐκ ἔμαθον”» (ΕΠΕ Φιλοκαλία Α´, 58.26).
4. Ἡ εὐχή «Ἔλλαμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, φιλάνθρωπε Κύριε, τό τῆς Σῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς καί τούς τῆς διανοίας ἡμῶν ὀφθαλμούς διάνοιξον εἰς τήν τῶν Εὐαγγελικῶν Σου κηρυγμάτων κατανόησιν...».
5. Δέν ἀντέχουμε παρά νά παραθέσουμε ἐδῶ, ἔστω καί σέ ὑποσημείωση, μιά ὡραία σχετική περικοπή τοῦ Μακαριστοῦ Μητροπολίτη Σερβίων καί Κοζάνης κυροῦ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ἀπό ἕνα γραπτό του κήρυγμα στό ποίμνιό του: «Ἄς τό ποῦμε καθαρά, παντοῦ πνέει στήν Ἐκκλησία μας προτεσταντικός ἀέρας. Ὄχι πώς οἱ ὀρθόδοξοι εἶναι ἕτοιμοι νά γίνουν προτεστάντες, μά φοβοῦνται πώς ἡ Ἐκκλησία μένει πίσω καί πώς εἶναι ἀνάγκη πολλά παληά νά λείψουν κι ἄλλα πάλι ν᾽ ἀνανεωθοῦν, ἡ γλώσσα τῶν Γραφῶν καί τῆς Λατρείας, ἡ διοίκηση τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ ὀργανισμοῦ κι ἄλλα. Ὅλα ἐτοῦτα εἶν᾽ ἕνας ἀέρας ἐπαναστατικός πού ἔρχεται ἀπό τόν προτεσταντισμό, σάν μιά διάθεση στό βάθος νά λυτρωθοῦμε ἀπό τά δῆθεν δεσμά τῆς παραδόσεως... Οἱ πιό πολλοί ἀπό κείνους πού κρατοῦν μιά Καινή Διαθήκη στήν τσέπη τους καί τήν ἀνοίγουν εὔκαιρα καί ἄκαιρα ὅπου βρεθοῦν, τάχα πώς διαβάζουν καί μελετοῦν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, αὐτοί λοιπόν ἐκεῖνο μᾶλλον πού κερδίζουν εἶναι ὅτι ἐξοικειώνονται μέ τό ἱερό κείμενο καί στό τέλος κρατοῦν στά χέρια τους τήν Καινή Διαθήκη σάν ἕνα κοινό βιβλίο. Κάποιοι τώρα θά γελάσουν καί θά ποῦν· “Νά βάλουμε λοιπόν τήν Ἁγία Γραφή στά εἰκονίσματα, νά τήν προσκυνοῦμε καί νά μήν τήν ἀνοίγουμε”. Κι ὅμως αὐτή εἶναι ἡ ἁγία παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας· ἡ Ἁγία Γραφή δέν κουβαλιέται στήν τσέπη, εἶναι στά εἰκονίσματα τοῦ σπιτιοῦ καί στήν ἁγία Τράπεζα τῆς Ἐκκλησίας. Κι ὅταν εἶναι νά διαβάση ἡ οἰκογένεια, κάνουν τό σταυρό τους γιά νά κατεβάσουν τό Εὐαγγέλιο (ὅλη τήν Ἁγία Γραφή Εὐαγγέλιο τή λένε οἱ Ὀρθόδοξοι) ἀπό τά εἰκονίσματα· κι ὅταν εἶναι νά διαβαστοῦν οἱ Γραφές στήν Ἐκκλησία γίνεται πρῶτα ἐπίσημη λιτανεία (ἡ μικρά Εἴσοδος) κι ὕστερα ὁ λειτουργός φωνάζει: «Σοφία· Ὀρθοί». Κι ὁ λαός κάνει τό σταυρό του καί λέει· «Δόξα σοι, Κύριε, δόξα σοι». Ὅλα ἐτοῦτα δείχνουν πώς οἱ ὀρθόδοξοι τό θεῖο λόγο δέν τόν διαβάζουν μόνο, μά τόν προσκυνοῦν καί τόν λατρεύουν» (Ἱερά Μητρόπολις Σερβίων καί Κοζάνης, Λόγος Παρακλήσεως (ἤτοι γραπτό κήρυγμα στούς Ἀποστόλους καί στά Εὐαγγέλια ὅλου τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους. Κοζάνῃ, 1967), Προλεγόμενα· σ. 8.).

Ὁ Θεὸς πάσχει - Ὀρθόδοξος Θεοπασχητισμὸς




Τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καὶ ὅλου τοῦ Πάθους τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀπρόσιτο στὸν ἀνθρώπινο νοῦ. Τί πρα­­γματικὰ ἔλαβε χώρα πάνω στὸ λόφο τοῦ Γολγοθᾶ; Γιατί αὐτὸ τὸ γεγονὸς ­σημά­δεψε ἀνεξίτηλα τὴν ἀνθρώπινη ἱστορία καὶ ἄλλαξε τὴν πορεία της; Τὰ ­ἐρωτήματα δραματικά, ἐπίπονα, βασανιστικά. Τὸ καιριότερο ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ταυτότητα Αὐτοῦ ποὺ πάσχει καὶ πεθαίνει.
Ποιὸς εἶναι; Γιατί ἡ κτίση ὁλάκερη συγ­κλονίζεται καὶ συμπάσχει μὲ τὸν ἐν μέσῳ δύο ληστῶν κρεμάμενο Κατάδικο; Ὁ ἥ­­λιος σκοτίζεται, ἡ γῆ σείεται, οἱ πέτρες σχίζονται… Γιατί;

Ἡ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα εἶναι ἀφάν­ταστα τολμηρή. Τολμηρή, διότι εἶναι ἀληθινή: Ἡ κτίση συμπάσχει, διότι πάνω στὸ Σταυρὸ πάσχει ὁ Δημιουργός της. Αὐτὸς ποὺ εἶναι σταυρωμένος δὲν εἶναι ἁπλὸς ἄνθρωπος. Εἶναι ἄνθρωπος! Εἶναι ὅμως ταυτόχρονα καὶ Θεός. Εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, τὸ δεύτερο Πρόσωπο τοῦ Ἑνὸς ἐν Τριάδι Θεοῦ, ὁ Υἱὸς δηλαδὴ καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀπὸ ἀγάπη, ἄπειρη ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ἔγινε καὶ ἄνθρωπος μέσα ἀπὸ τὰ πανάγια σπλάχνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2014

ΑΝΔΡΕΑΣ Κρήτης Χαίρε Καρπέ Πρώιμε της δικής μας Αναγέννησης



Μεταφράσεις: Αρχιμ. Ιγνατίου Σωτηριάδη από το βιβλίο: Georges Gharib: Οι εικόνες της Παναγίας. Ιστορία και λατρεία. Εκδόσεις Τέρτιος, Κατερίνη 1997. http://www.tertios.gr/



Χαίρε, καρπέ πρώιμε της δικής μας αναγέννησης και κατάληξη των υποσχέσεων και των προρρήσεων του Θεού για μας. 

Ευλογημένη συ μεταξύ των γυναικών, ω γη αληθινά αξιεπιθύμητη απ' την οποία ο κεραμοποιός, παίρνοντας τη λάσπη απ' το δικό μας αγρό, ξανάκανε το βάζο άρρηκτο. 

Ευλογημένη συ μεταξύ των γυναικών, ω Βηθλεέμ πνευματική που για τη θέλησή σου και μαζί για τη φύση σου έχεις γίνει κι έχεις κληθεί οίκος της όλης πνευματικότητας. Μέσα σου, πράγματι, κατοικώντας όπως μόνο εκείνος θέλησε, και αναμειγνυόμενος χωρίς σύγχυση στη δική μας μάζα ζύμωσε μέσα του όλο τον Αδάμ, για να γίνει άρτος ζωντανός και ουράνιος. 

Ερευνούσε ο Θεός τη σκόνη του Αδάμ. Επιτέλους εκείνη η σκόνη στην οποία βρήκε εκείνο που έψαχνε, ήταν μια γη όμοια με το σώμα μας και κείτονταν σ' ένα στήθος πανάγιο και παρθενικό. Το δικό μας ζωοποιό Στάχυ (ο Χριστός) βρήκε αυτό τον αγρό στον όποιο χωρίς σπόρο, χωρίς καλλιέργεια, με τρόπο θαυμαστό εκείνος ξεφύτρωσε. Αυτή, η σκόνη• αυτό το στάχυ• αυτός ο χώρος εκείνης της γης, στην οποία με τρόπο νέο και σύμφορο ξαναπλασθήκαμε και λόγω της οποίας η ξαναπλασμένη μας σκόνη έλαβε ως δώρο την αρχαία αξία! 

Ω ταπείνωση ανείπωτη! Ω καλοσύνη! Όταν ο Θεός πάνω από κάθε φύση και χάρη, μας παραχώρησε τέτοια πράγματα μέσω μιας γυναίκας της ίδιας φυλής και της ίδιας της δικής μας γενιάς, μέσω μιας γυναίκας —λέω— της οποίας το ψυχικό μεγαλείο αυξήθηκε τόσο δυσανάλογα που ο Χριστός ο ίδιος, το Ατέλειωτο Μεγαλείο, επιθύμησε το μεγαλείο της και θέλησε να έχει από Εκείνη χωρίς πατέρα γήινο μια δεύτερη γέννηση. 

Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

Τρεις είναι οι αρετές, τις όποιες όταν δει ο νους να είναι μαζί του, πιστεύει ότι έφτασε στην αθανασία...



Του αββά Ησαΐα

Αν είσαι νέος και δεν έκανες ακόμη την εργασία του σώματος, και ακούσεις για τις υψηλές αρετές των πατέρων, μην ορμίσεις σε αυτές θέλοντας να τις φτάσεις με ανάπαυση. Γιατί δεν έρχονται σ’ εσένα, αν δεν καλλιεργήσεις κατάλληλα το έδαφος, αν όμως το κάνεις αυτό, θα σου έρθουν από μόνες τους.

Τρεις είναι οι αρετές, τις όποιες όταν δει ο νους να είναι μαζί του, πιστεύει ότι έφτασε στην αθανασία: η *διάκριση, το να ξεχωρίζει δηλαδή το ένα από το άλλο, η πρόβλεψη όλων πριν συμβούν, και το να μη συγκατατίθεται σε κάποιον άπρεπο λογισμό.

Υπάρχουν άλλες τρεις αρετές, οι όποιες διαρκώς χορηγούν φως στον νου: το να μη βλέπουμε κακία σε άνθρωπο, το να κάνουμε καλό σε εκείνους που μας κάνουν κακό, και το να υπομένουμε ατάραχα όσα μας έρχονται.

Οι τρεις αυτές αρετές γεννούν άλλες τρεις, μεγαλύτερες από αυτές. Το να μη βλέπουμε κακία σε άνθρωπο γεννά την αγάπη, το να κάνουμε καλό σε εκείνους που μας κάνουν κακό οδηγεί στην απόκτηση της ειρήνης, και το να υπομένουμε ατάραχα όσα μας έρχονται προξενεί την πραότητα, σε αυτές τις αρετές αναπαύεται το Πνεύμα του Θεού.

Είναι και άλλες τέσσερις αρετές που εξαγνίζουν την ψυχή: η σιωπή, η τήρηση των εντολών, η στενόχωρη ζωή και η ταπεινοφροσύνη.

Είναι ακόμη τέσσερις αρετές, τις όποιες ο νους χρειάζεται συνεχώς και οι όποιες τον φυλάγουν: το να πέφτει μπροστά στον Θεό και να προσεύχεται αδιάλειπτα, το να ρίχνει τον εαυτό του μπροστά στον Θεό, το να μην τον νοιάζει για κανέναν άνθρωπο, έτσι ώστε να μην κρίνει κανέναν, και το να γίνει κουφός προς τα πάθη που του μιλούν, δηλαδή προς τους εμπαθείς λογισμούς. Όλα αυτά τα φυλάγει το να αντιστέκεται ο νους στη λησμοσύνη.

Από τέσσερα πράγματα σκοτίζεται η ψυχή: από το να μισήσει τον συνάνθρωπο και να τον περιφρονήσει και να γογγύσει και να φθονήσει.

Η ψυχή ερημώνεται από τα εξής τέσσερα: από το να γυρίζει από τόπο σε τόπο, από το να αγαπήσει τον περισπασμό, από το να ποθήσει τα υλικά και από τη φιλαργυρία.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

 Υπόθεση ΚΔ΄ 24 , ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ λόγοι και διδασκαλίες αγίων πατέρων Τόμος Δ΄ 261-262, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ   

Τρίτη 5 Αυγούστου 2014

Βαρσανούφιος και Ιωάννης: Ερωταποκρίσεις (1-14)


1.

Απόκριση του μεγάλου Γέροντα(1) προς τον Αββά Ιωάννη από τη Μυρωσάβη, που ζήτησε να έλθει και να μείνει κοντά τους στο κοινόβιο. 

Έχει γραφεί στον Απόστολο, ότι "αυτός που άρχισε ανάμεσά σας έργο αγαθό, ο ίδιος και θα το τελειώσει μέχρι την ημέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού"(2). Και πάλι ο Δεσπότης μας είπε σ' εκείνον που τον πλησίασε. "εάν κάποιος δεν απαρνηθεί όλα τα υπάρχοντά του, και την οικογένεια, και ακόμα αν δεν μισεί και την ψυχή του, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου"(3).


Ο Θεός έχει τη δύναμη να πραγματοποιήσει το λόγο σ' εμάς. Διότι τι είναι πιο καλό και πιο ευχάριστο από το να κατοικούν οι αδελφοί στο ίδιο μέρος; Αλλά εύχομαι να φθάσεις το μέτρο που είναι γραμμένο στις Πράξεις. ότι δηλαδή όσοι είχαν κτήματα, τα πουλούσαν και, φέροντας τα χρήματα από εκείνα που πουλούσαν, τα τοποθετούσαν μπροστά στα πόδια των Αποστόλων(4).
Και εγώ, επειδή γνωρίζω την προθυμία σου, που είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού, θα πω στον αγαπητό υιό μας Σέριδο, ο οποίος μαζί με το Θεό μάς προστατεύει από τους ανθρώπους (και ελπίζουμε στο Θεό, ότι θα προστατέψει μαζί με μας και σένα), δέξου τον αδελφό Ιωάννη με πολλή αγάπη και μη διστάσεις καθόλου. Διότι πριν από δύο χρόνια μου αποκάλυψε ο Θεός, ότι πρόκειται να έλθει εδώ, και ότι πολλοί από τους αδελφούς πρόκειται να συγκεντρωθούν κοντά μας. Και εγώ τήρησα την αποκάλυψη ως που να μάθω, τι θα κάνει ο Κύριος.
Μόλις λοιπόν πληρώθηκε ο καιρός, και εγώ σας το φανέρωσα. Και επειδή σκέφθηκες ότι απ' όσα φορώ σου δίνω, να λοιπόν μπροστά στον αδελφό πήρα το κουκούλιό μου από το κεφάλι μου και σου το έστειλα μ' αυτόν, λέγοντάς του. "Δώσε το σ' αυτόν και φέρε μου αντί αυτού άλλο". Κράτησε λοιπόν αυτό μέχρι το θάνατό σου. διότι πρόκειται να σε προστατέψει από πολλά κακά και πειρασμούς. Και να μη το δώσεις σε κανένα. διότι είναι ευλογία Θεού από τα χέρια μου. και φρόντισε να τελειώσεις το έργο σου και ν' απαλλαχθείς από κάθε ενόχληση, όπως απαλλαχθήκαμε και εμείς, και μείνε κοντά μας αμέριμνα, συγκεντρώνοντας την αφοσίωσή σου στο Θεό.
Και εγώ ο Σέριδος(5) σου λέγω ένα θαυμαστό πράγμα. διότι, όταν ο Γέροντας είπε αυτά, σκέφθηκα μόνος μου. "Πώς μπορώ να συγκρατηθώ από το να γράψω αυτά τα πράγματα; εάν ήθελε ο Γέροντας , μπορούσα να φέρω εδώ τη μελάνη και το χαρτί και ν' ακούσω ένα λόγο και να τον γράψω". Και αυτός κατάλαβε αυτά που σκέφθηκα, και έλαμψε το πρόσωπό του σαν φωτιά και μου είπε: "Πήγαινε γράψε, μη φοβηθείς. εάν σου πω να γράψεις μύριους λόγους, το Πνεύμα του Θεού δε θα σε αφήσει να γράψεις ούτε ένα γράμμα περισσότερο ή λιγότερο, ούτε κι αν εσύ το θέλεις, αλλά θα οδηγεί το χέρι σου πως να τα γράψεις αυτά με τη σειρά".

----------------------------------------------------

1. Μεγάλος Γέροντας λέγεται ο Βαρσανούφιος.
2. Φιλ. 1, 6.
3. Λουκ. 14, 33.
4. Πραξ. 4, 34.
5. Ο Σέριδος αυτός ήταν ηγούμενος του κοινοβίου που βρισκόταν στην Γάζα, και πνευματικό τέκνο του μεγάλου Βαρσανουφίου, για τον οποίο έκανε και αυτές τις απαντήσεις. Τα λόγια αυτά είναι προσθήκη του Σέριδου. 

Ἀββᾶς Βαρσανούφιος - Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ Γεροντικόν



ΡΞΓ (163)

Ἐρώτηση πρός τὸν μεγάλο Γέροντα

Ἰησοῦ, ἐσὺ ποὺ ζήτησες τὸ πλανημένο πρόβατο, δίδαξε καὶ μᾶς πῶς νὰ ζητήσουμε τὸν πομένα. Πάτερ, θέλω νὰ ρωτήσω ἕνα λόγο· ἐπειδὴ ἔχει γραφτεῖ «ζητῆστε τὸν Κύριο καὶ θὰ πάρετε δύναμη· ζητῆστε τὸ πρόσωπό του διαπαντός», πῶς μπορεῖ ὁ ἁμαρτωλός ἄνθρωπος νὰ ζητήσει τὸν Κύριο «διαπαντός»; Δίδαξέ μας αὐτόν τὸν λόγον ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ποὺ δὲ σόφισε γιὰ νὰ ζητήσουμε καὶ ἐμεῖς μὲ κάθε τρόπο τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου, διότι ἡ δόξα ἀνήκει σ᾿ αὐτόν στούς αἰῶνες. Γένοιτο.

Ἀπόκριση

Ἀδελφὲ Εὐθύμιε, παρακαλῶ τὴν ἀγάπη σου νὰ κοπιάσεις μαζί μου στὴ δέηση πρός τὸν φιλάνθρωπο Θεό· διότι ῆ ἀγάπη σου μοῦ ζήτησε νὰ σοῦ γράψω πῶς νὰ ἀναζητήσουμε τὸν ποιμένα. καὶ ἀπὸ τὴν πρώτη ἡμέρα μέχρι τώρα παρακαλῶ τὸ Θεὸ γιὰ τὴν αἴτησή σου καὶ μοῦ λέγει· Καθάρισε τὴν καρδιά σου ἀπὸ τοὺς λογισμούς τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καὶ θὰ σοῦ χαρίσω τὰ αἰτήματά σου. Διότι τὰ δῶρα μου παραχωροῦνται καὶ δωρίζονται στοὺς καθαρούς· ἐνῶ ὅσο ἡ καρδιά σου κινεῖται ἀπὸ τὴν ὀργὴ καὶ τὴ μνησικακία καὶ τὰ παρόμοια πάθη τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου δὲ θὰ εἰσέλθει σ᾿ αὐτὴν ἡ σοφία.
Ἐάν ἐπιθυμεῖς τὰ χαρίσματά μου, διῶξε ἀπὸ ἐπάνω σου τὰ σκεύη τοῦ ξένου καὶ τότε τὰ δικά μου θὰ ἔρθουν ἀπὸ μόνα τους σὲ σένα. Μήπως δὲν ἄκουσες ὅτι «ὁ δοῦλος δὲ μπορεῖ νὰ δουλεύει σὲ δύο κυρίους»; Ἐάν λοιπὸν δουλεύει σὲ μένα δὲ δουλεύει στὸ διάβολο· καὶ ἐὰν στὸ διάβολο, ποτὲ σὲ μένα. Ἐάν λοιπὸν θέλει κανείς νὰ ἀξιωθεῖ τὰ χαρίσματά μου, θὰ κατανοήσει τὰ ἴχνη μου· ὅτι δηλαδὴ δέχθηκα ὅλα τὰ πάθη σὰν ἄκακο πρόβατο, χωρίς νὰ φέρω ἀντίρρηση σὲ κάτι. καὶ σᾶς εἶπα νὰ ἔχετε ἀκεραιότητα ὅπως τὰ περιστέρια καὶ ἀντὶ γι᾿ αὐτὸ ἔχετε ἀγριότητα τῶν παθῶν· «προσέξτε μήπως σᾶς πῶ· πηγαίνετε στὸ φῶς τῆς φωτιᾶς σας».
Ἀπὸ τότε λοιπὸν ποὺ ἄκουσα αὐτά, παραδόθηκα στὸ πένθος καὶ στόν ὀδυρμό, μέχρι ποὺ νὰ μὲ εὐσπλαχνισθεῖ ἡ ἀγαθότητά του καὶ νὰ μὲ ἀπαλλάξει ἀπὸ τὰ φοβερὰ πάθη τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νὰ δεχθῶ ὅλα τὰ ἐπερχόμενα σὲ μένα μὲ πολλὴ ὑπομονή. Γνωρίζεις βέβαια τί κατωρθώνει ἡ ὑπομονή· καὶ ὁ Ἀπόστολος μίλησε γι᾿ αὐτήν.
Προσευχήσου λοιπόν, ἀδελφέ μου, γιὰ νὰ μοῦ ἔρθει· καὶ ἀπὸ ἀγάπη νὰ μὲ ἐλέγξεις ἐὰν παραβαίνω κάτι, γιὰ νὰ διορθωθῶ· διότι εἶμαι ἄφρονας, ἀλλὰ ἀγαπῶ αὐτούς ποὺ μὲ διδάσκουν καὶ μὲ ἐλέγχουν, ἐπειδὴ γνωρίζω ὅτι ἡ διδασκαλία αὐτῶν αὐτῶν εἶναι γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μου. Ἀκόμα παρακάλεσε γιὰ νὰ φύγω ἀπὸ τὴν πτώση τοῦ δικαιώματος, διότι πάντα θλίβομαι. καὶ συγχώρησέ με γιὰ ὅλα, ἐπειδὴ σὲ βάζω πάντοτε σὲ κόπο, ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα ἔχει μεγάλη ἀμοιβὴ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας, στόν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Γένοιτο.

ΡΞΔ (164)

Ἐρώτηση τοῦ ἰδίου πρός τὸν μεγάλο Γέροντα

Πάτερ, τοὺς κόπους μου ποὺ σοῦ προσφέρω τοὺς ἀπέδωσες στόν ἑαυτό σου· καὶ οἱ σοφοὶ τὸ κάνουν αὐτό, ὄχι γιὰ νὰ βαστάξουν τὸ βάρος τοῦ πλησίον καὶ μόνο, ἀλλὰ καὶ γιὰ πολλούς· γιὰ ὠφέλεια τῶν ψυχῶν μας. Μάλιστα ἐπειδὴ σὰν πατέρας μᾶς προτρέπεις σὲ ἐρώτηση γιὰ τὴν ὁδὸ τῆς ζωῆς μέσα στὴ μεγάλη σου ζωή. Ἀλλὰ παρακαλῶ, ἐπειδὴ ὁ Κύριος σὲ ἔστειλε σὲ μένα ὡς λιμάνι καὶ καταφύγιο, κάνε μου τὴ χάρη καὶ παρακάλεσε τὸν Δεσπότη νὰ μὲ ἐλεήσει καὶ νὰ μοῦ φανερώσει κάτι μικρό, διότι, ἐπειδὴ δὲν γνωρίζω περιπλέκονται οἱ λογισμοί μου· καὶ φανέρωσέ μου, ὅπως μοῦ τὸ φανέρωσες τὴν πρώτη φορά, γιὰ νὰ μετανοήσω· καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ δεῖξε μου τὴν ὁδό, πῶς νὰ περπατήσω, ἐπειδὴ ἀνέλαβες τὴν ψυχή μου.

Ἀπόκριση

Ἀδελφέ, ὁμιλῶ ὅπως στήν ἴδια μου τὴν ψυχή, διότι ὁ Κύριος ἔδεσε τὴν ψυχή σου μέσα στὴ δική μου, λέγοντας, «μὴν ἀπομακρυνθεῖς ἀπὸ αὐτόν». Ἐπειδὴ δὲν ἦταν ἔργο μου νὰ σὲ διδάξω, ἀλλὰ νὰ μάθω ἀπὸ σένα, διότι φοβᾶμαι αὐτόν ποῦ λέγει, «ἐσὺ ποὺ διδάσκεις ἄλλον, δὲν διδάσκεις τὸν ἑαυτό σου;». καὶ ἐπειδὴ λέγεις,ὅτι ἀρκεῖ στόν σοφὸ ἕνα νεῦμα, ποὺ μᾶλλον δὲ μοῦ ἦταν ἀρκετό, ἀλλὰ θέλεις νὰ ἀκούσεις φανερὰ ὅτι ὁ ἄφρονας καὶ δὲν ξέρει τί λέγει· ἐὰν ὅμως σφάλει ὁ σοφός, δὲν συγχωρεῖται, διότι εἶναι σοφός καὶ ἔσφαλε στὴ σκέψη. τὸ ἴδιο λοιπόν, ἐὰν κάποιος ἀπὸ τοὺς ἔξω ἀδελφούς σφάλει στὸ λόγο, συγχωρεῖται, διότι εἶναι μαζί μὲ ὅλους· ἐὰν ὅμως σφάλουμε ἐμεῖς οἱ θεωρούμενοι ἔγκλειστοι καὶ ἡσυχαστὲς καὶ καλοί γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ποιὰ συγχώρηση θὰ τύχουμε; καὶ ἐπειδὴ θέλεις νὰ γνωρίσεις φανερὰ τὸ πράγμα, σοῦ λέγω, κάθησε μέσα σὰν νὰ νεκρώθηκες ἀπὸ τὸν κόσμο.
Πῶς ὅταν ἔρχεσαι σὲ συνάντηση ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴ χαρὰ μετατρέπεσαι σὲ παροξυσμὸ καὶ μνησικακία καὶ κατηγορεῖς τὸν πλησίον καὶ ὄχι τὸν ἑαυτό σου; καὶ δὲ λέγεις ὅτι «ἐγὼ εἶμαι ὁ ἀνάξιος», ἀλλὰ καὶ ψηφίζεις τὸν ἑαυτό σου; Διότι, ὅταν δίνεται εὐκαιρία λέγεις· «πὲς ὅτι ἐγὼ εἶπα», καὶ τ᾿ ἀκοῦν εὐχάριστα. Τί θεωρεῖς τὸν ἑαυτό σου, ὥστε νὰ δέχονται εὐχάριστα τὸν λόγον σου; σὰν τὸν προφήτη Ἠλία; Κατηγόρησε τὸν ἑαυτό σου καὶ ὅλα αὐτὰ ποὺ γίνονται σὲ σένα· μάθε ὅτι χωρίς τὸ θέλημα τοῦ θεοῦ δὲ γίνεται οὔτε ἀνάπαυση πρός εὐχαριστία, οὔτε θλίψη πρὸς ὑπομονή. Ποῦ εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἔχει γραφεῖ, «νὰ ἀνέχεσθε καὶ αὐτόν ποὺ σᾶς δέρνει στὸ πρόσωπο» καὶ τὰ λοιπά; γι᾿ αὐτὸ εἴμαστε μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό.
Καί ἂν λοιπὸν θελήσεις νὰ μάθεις τὴν ὁδό, εἶναι αὐτή, τὸ νὰ θεωρεῖς ἐκεῖνον ποὺ σὲ δέρνει σὰν ἐκεῖνον ποὺ σὲ περιποιεῖται· καὶ ἐκεῖνον ποὺ σὲ ἀτιμάζει σὰν ἐκεῖνον ποὺ σὲ δοξάζει· καὶ ἐκεῖνον ποὺ σὲ βρίζει σὰν ἐκεῖνον ποὺ σὲ τιμᾶ· καὶ ἐκεῖνον ποὺ σὲ θλίβει σὰν ἐκεῖνον ποὺ σὲ ἀναπαύει· καὶ εἴτε ἀπὸ λησμοσύνη εἴτε κατὰ προαίρεση νὰ μὴ σοῦ δώσουν τὴ συνήθεια, γιὰ νὰ μὴ στενοχωρηθεῖς, ἀλλὰ μᾶλλον λέγε, «ἑάν ἦταν θέλημα Θεοῦ, θὰ ἔρχόταν». καὶ ὅταν ἔρχονται νὰ τοὺς δεχθεῖς μὲ ἱλαρὸ πρόσωπο, λέγοντας ὅπως ὁ Δανιήλ, «ἐνῶ ἤμουν ἀνάξιος, ὁ Κύριος μὲ ἐλέησε»· ἐκεῖνος ὅταν τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ Κύριος, ἔλεγε μόνο αὐτό, «μὲ θυμήθηκε ὁ Θεός μου», ἐπειδὴ θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο, καὶ πῆρε τὴν ἱκανοποίηση· διότι ἐὰν πεῖς κάτι, λέγεις, «καλὰ εἶπα»· καὶ ἐὰν σκεφθεῖς, λέγεις «καλὰ τὸ σκέφθηκα», καλά, καλά· αὐτὸ τὸ καλά, διότι δὲν τὸ ἐννοοῦμε ὡς τό, νὰ μὴ στενοχωρήσουμε κάποιον οὔτε μὲ τὰ λόγια, οὔτε μὲ τὰ ἔργα, ὥστε ὁ Θεός νὰ εἶναι σὲ ὅλα κοντά μας;
Προσπαθοῦσες νὰ φανερώσεις τὸν λογισμὸ στοὺς ἀδελφούς, ὥστε νὰ πραγματοποιήσεις τὸ θέλημά σου, ὅτι, «ἐὰν δὲ γίνει σήμερα τὸ ἔργο»· καὶ ἔπληξες τὸν λογισμὸ τῶν νεωτέρων ποὺ ἔλεγαν, «τί εἶναι οἱ ἄλλες δύο ἡμέρες ποὺ δὲ βαστάζει ὁ γέροντας;» Πές μου· ἔγινε πραγματικὰ ἔργο; ἀνέβηκες στούς οὐρανούς; Ἁπλῶς ἔπληξες ἄκαιρα ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ διαβόλου ἀδελφέ.
Ἀπὸ τώρα, «ἂς ἀφήσουμε τοὺς νεκρούς νὰ θάψουν τοὺς νεκρούς τους», καὶ ἂς εὐαγγελισθοῦμε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας, στὸν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Γένοιτο.

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014

Ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης Οκτωβρίου 3, 2010 — Χαράλαμπος


Ο Άγιος Αθανάσιος, όπως αναφέρεται στον κατά πλάτος βίο του, κατήγετο από τα μέρη της Ανατολής, από την Τραπεζούντα. Μόλις ετελείωσε την έξωθεν παιδεία – ήτο φιλόλογος – ελκυσθείς υπό της Θείας Χάριτος, εγκατέλειψε τα εγκόσμια και προσεχώρησε στο μοναχισμό από νεαράς ηλικίας, υπό την πρόνοια του κατά σάρκα θείου του, του οσιωτάτου πατρός Μιχαήλ του Μαλεήνου.
Όταν κάποτε, επεσκέφθησαν οι νεαροί στρατηγοί Νικηφόρος και Λέων, οι διαδραματίσαντες μετέπειτα σπουδαίο ρόλο στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, τον όσιο Μιχαήλ το Μαλεήνο, τον πνευματικό πατέρα του Αγίου Αθανασίου, για να εξομολογηθούν, ο Όσιος Μιχαήλ τους ωδήγησε στο μέρος όπου ησύχαζε ο Άγιος Αθανάσιος, τριακοντούτης τότε, λέγοντάς τους ότι θέλει να τους επιδείξη ένα θησαυρό. Και μετά την συνάντησι και συνομιλία πού είχαν μαζί του, εθαύμασαν, διότι πραγματικά επρόκειτο περί ενός μεγάλου θησαυρού.
Από τότε έλαβαν εντολή «αυτώ τούτω τώ μοναχώ αναθέσθαι τους λογισμούς διά βίου παντός». Έκτοτε συνέχισαν οι, δυο μεγάλοι άνδρες να έχουν ως πνευματικό οδηγό τον Όσιο Αθανάσιο, έως τέλους του βίου τους.
Με τον Νικηφόρο δε τόσο συνεδέθησαν, ώστε έδωσαν αμοιβαία υπόσχεση να ζήσουν πάντοτε μαζί σαν μοναχοί. Η υπόσχεση εκ μέρους του Νικηφόρου παρέμεινε ατελής, διότι ως στρατηγός εκλήθη να απελευθέρωση την Κρήτη από τους πειρατές, ύστερα όμως εβασίλευσε διά της βίας και εδολοφονήθη, χωρίς να κατορθώση να φυλάξη την υπόσχεσί του. Δεν έπαυσε όμως να προνοή της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Αθανασίου. Ο Όσιος Αθανάσιος, φεύγοντας από τα μέρη της Βιθυνίας, έρχεται στον Αθωνα. Επισκεφθείς τις Καρυές, κέντρο της τότε μοναστικής ζωής, δεν απεκάλυψε ποίος ήτο, αλλά προσεποιήθη τον αγράμματο και τον αγροίκο. Πολλές φορές ο Γέροντάς του προσπαθούσε να του μάθη το αλφάβητο, για να διαβάζη την ακολουθία του. Αυτός όμως προσεποιείτο ότι δεν έχει τέτοια ικανότητα προς μάθησι. Στους γέροντες του Πρωτάτου πού παρακινούσαν τον γέροντα να μάθη τον υποτακτικό του γράμματα, απαντούσε με απλότητα, ότι είναι στενοκέφαλος και δεν μπορεί να μάθη. Τέλος όμως, απεκαλύφθη ποιός ήτο, από αυτούς πού τον εγνώριζαν και ηναγκάσθη να ομολογήση ότι ήτο περιβόητος Αθανάσιος. Εφ  όσον πλέον έγινε γνωστός και δεν ημπορούσε να συνεχίση στην αφάνεια πού τόσο αγαπούσε, εξεκίνησε περιερχόμενος το Άγιο Όρος, αναζητώντας κατάλληλο τόπο. Έφθασε μέχρι τα ανατολικότερα μέρη του Όρους, στα λεγόμενα Μελανά, όπου στην αρχή έμεινε για λίγο διάστημα εις ένα σπήλαιο διά ησυχαστική ζωή. Μετά όμως, επιμόνως παρακινούμενος από τον Νικηφόρο, άρχισε την ανέγερσι της Λαύρας. Πριν όμως καλά-καλά τελειώσει η ανοικοδόμηση της Μονής, ήλθε είδησι στον Άγιο, ότι ο Νικηφόρος έγινε αυτοκράτωρ. Με πολλή λύπη τότε ο Άγιος, διότι αυτό σήμαινε την εκ μέρους του Νικηφόρου αθέτηση της υποσχέσεώς του πού είχε δώσει στον Θεό να γίνη μοναχός, αλλά και από ταπείνωσι, μισοδοξία και αγάπη προς την ησυχία, εγκαταλείπει την Λαύρα, στέλλει στον Νικηφόρο μία ελεγκτική επιστολή και με ένα μαθητή του, τον Αντώνιο, αναχωρεί για την Κύπρο. Ευρισκόμενος όμως στην Κύπρο λαμβάνει πληροφορία από τον Θεό να γυρίση πίσω, να αποτελειώση το έργο του. Γυρίζει λοιπόν πάλι πίσω και συνεχίζει το προηγούμενό του έργο. Και οικοδομώντας την Λαύρα ο Άγιος, έγινε στυλοβάτης της Αθωνικής μοναστικής ζωής.
Κατώρθωσε να φέρη τα διάφορα μονήδρια, Σκήτας, και ησυχαστήρια πού ήσαν σε μια κατάστασι απομονώσεως, σε κοινωνία μεταξύ τους, αλλά και με τους ιδικούς του μαθητάς, πού ευρίσκοντο εντός της Μονής. Έτσι σιγά-σιγά ήρχοντο και υπετάσσοντο εις αυτόν. Έμεναν φυσικά στα ησυχαστήρια τους, αλλά πνευματικά εξηρτώντο από αυτόν. Και τότε πραγματικά προεκάλεσε την μεγάλη αυτή ισορροπία, επάνω στην οποία συνίσταται, εάν θέλωμε να είμεθα ειλικρινείς, η μακροβιότης του Αθωνικού μοναχισμού. Γι  αυτό και δικαίως πρέπει να ονομάζεται ο αναντικατάστατος, τρόπον τινά, ρυθμιστής, ηγούμενος και κυβερνήτης του Αθωνικού μοναχισμού. Επέτυχε, όπως είπα, το απρόσιτο, το διχασμένο και το μεμενωμένο των Πατέρων μέσα στον Αθωνα, να το ενώση υπό μίαν γνώμη, να αποδώση την ελευθερία στην προσωπικότητα, να πείση τον καθένα ότι μπορεί να γίνη μοναχός τηρώντας κατά δύναμι την Πατερική φιλοσοφία.
Και εφήρμοσε πραγματικά το παρεμφερές ρήμα του Παύλου: «ο διακονών εν τη διακονία, ο προϊστάμενος εν σπουδή» και τρόπον τινά, «ο ησυχάζων εν τη νήψει». Γι αυτό για μάς τους αγιορείτας μοναχούς, ο Όσιος Αθανάσιος, δεν είναι ένας απλός Άγιος, από τους τόσους πολλούς, αλλά είναι κατ  εξαίρεσι ο πνευματικός Πατήρ πάντων. Στην προσωπικότητά του, στην πατρική του στοργή και πρόνοια, στην πεφωτισμένη του διάνοια, στην διακριτικότητά του, ευρίσκει ο κάθε ένας από μάς, εις όλας τάς γενεάς, αυτό πού του αναλογεί και μπορεί κάλλιστα και απρόσκοπτα να συνεχίζη την πορεία του με την μακαριά ελπίδα ότι επιτυγχάνει στην μοναστική ζωή.
Δυο πράγματα χαρακτηρίζουν κατ  εξαίρεσι τον μεγάλο αυτό φωστήρα. Το μέν ένα είναι η άκρα φιλοπονία, η συνεχής άρσι του σταυρού, την οποία θεωρεί ως το πλέον απαραίτητο στοιχείο, ως την σπονδυλική στήλη της μοναστικής αγωγής. Μέσον ως επί το πλείστον, της ησυχαστικής αγωγής, την οποία συνέχιζε από την αρχή πριν να αναλάβη τις μεγάλες του ευθύνες. Τόσο δε εθέλγετο από την ασκητική διάθεσι πού πολλάκις παρεπονείτο ότι, χωρίς να είναι ο πόθος του αυτός, εμβήκε σε τόσες κοινωνικές μέριμνες, του μοναστικού φυσικά ιδιώματος. Και επιθυμούσε διακαώς να ευρεθή πάλι χωρίς μέριμνες, και να συνεχίση κατά τον πόθο του, κατά μόνας την ησυχαστική ζωή, την οποία πολλές φορές εφήρμοζε στο σπήλαιό του, πού ευρίσκεται έξωθεν προς τα νοτιοανατολικά μέρη της Λαύρας, στην λεγομένη Βίγλαν.
Το δεύτερο είναι το στοιχείο της αγάπης, τη κοινωνικότητας και της αλληλεγγύης. Αν και ευρίσκετο ως προς τον εαυτό του αυστηρότατος ασκητής και φιλοπονώτατος, ως προς τον πλησίον του ήτο πάντοτε φιλόστοργος και πλήρης αγάπης. Και η πολλή του αγάπη και στοργή, πραγματικά συνέδεσε και συνεχίζει να συνδέη τον Αθωνικό μοναχισμό και αυτό πιστεύομε θα συνεχιστή έως της συντέλειας, από όσα αποδεκνύει η θεία πρόνοια, μέσω της ακοιμήτου πρεσβείας του μεγάλου τούτου φωστήρος. Φυσικά αν επιχειρήσωμε εμείς να τον περιγράψωμε, θα τον μειώσωμε. Αλλά τα ελάχιστα τούτα, σαν ένα χρέος απαραίτητο τα αναφέραμε, για να αφυπνίσωμε ο καθένας τον εαυτό μας και να μιμηθούμε κάτι από τις ποικίλες και πολλαπλές του αρετές. Τόση ήτο η πρόνοιά του στο να στηρίζη το ποίμνιό του ούτως ώστε εκάθητο στο αριστερό μέρος του Αγίου Βήματος και κατά την ώρα της ακολουθίας ακόμη, εδέχετο εκεί προς εξομολόγησι τους αδελφούς, όχι μόνο της μονής του, αλλά και πολλούς άλλους.
Μέσα στο πανελεύθερο πνεύμα της πατρικής του στοργής, για να αναπαύση όλες τις φυσιογνωμίες και να αυταρκέση εις όλους τους χαρακτήρες, και στους πλέον αδυνάτους και στους πλέον ισχυρούς, δεν παραμέλησε να χρησιμοποιήσει και την ανθρώπινη γνώσι, μέσα στην εφευρετικότητα, στο να μεταβάλη και να κάνη ανετώτερη την ζωή, ούτος ώστε και οι ασθενέστεροι και αδύνατοι στο χαρακτήρα να καυχώνται για την μοναστική τους ιδιότητα, και να μην αποθαρρύνονται. Εδημιούργησε, μέσα στην ευρύτητα της πατρικής του προνοίας, ένα πρόγραμμα, πού τότε όχι μόνο δεν υπήρχε, αλλά και κατά τα έθιμα του απομονωμένου τρόπου της μοναστικής ζωής στον Αθωνα, εθεωρείτο ως κατακριτέο. Κατεσκεύασε λιμάνια, δρόμους, αποθήκες, αμπελώνες, κήπους και ο,τιδήποτε άλλο μπορούσε να προκαλέση μέσα στα επιτρεπτά μέσα, την στοιχειώδη άνεσι εις όλους τους ανθρώπους, πού ημπορούσαν και ήθελαν να γίνουν μοναχοί. Αλλά τούτο εδημιούργησε παρεξηγήσεις και όπως αναφέρεται στον βίο του, εθεωρήθη ως «εισάγων καινά δαιμόνια»· εν συνεχεία εσυκοφαντήθη και εκινήθη εναντίο του η διοικητική αρχή του Αγίου Όρους. Επρόκειτο δε να τον δικάσουν, διότι δήθεν παρεβίασε τα προγράμματα και τον τύπο της ησυχίας των Πατέρων.

Έλεγχος λογισμών και φυλακή αισθήσεων


(Μνήμη Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου)
Σήμερα πανηγυρίζει ένας εκ των γιγάντων της μοναστικής μας πολιτείας, ο Μέγας Σάββας, πού εδώ στο Άγιο Όρος δεν είναι και τόσο πολύ γνωστός. Αυτός ο μεγάλος φωστήρας, είναι για μάς η μεγαλύτερη παρηγοριά. Στο πρόσωπό του ευρίσκαμε τους κεντρικότερους παράγοντες της μοναχικής μας ιδιότητας. Μερικούς από αυτούς θα αναφέρωμε.
Εξεκίνησε μικρό παιδί αγαπήσας εξ ολοκλήρου τον Θεό. Εφήρμοσε το προφητικό, «Μακάριος ος αίρει ζυγόν εκ νεότητας αυτού». Οι γονείς του παρ  όλο πού ήταν ευκατάστατοι, δεν τον εμπόδισαν να ακολουθήση τον μοναχισμό. Ήλθε στα μέρη της ανατολής ως μοναχός. Εκράτησε την παιδαγωγία της νεαράς δοκιμαστικής ζωής άριστα, έως ότου κατέληξε στην Παλαιστίνη και προσελήφθη στην Λαύρα του Αγίου Ευθυμίου και υπό την πρόνοια των μεγάλων Πατέρων πού ήκμαζαν τότε στην ανατολή, ανεδείχθη όχι μόνο τέλειος μοναχός, αλλά και ένας μεγάλος αναμορφωτής του μοναχισμού.
Μέχρι των ημερών του, το οργανωμένο σύστημα του μοναχισμού ήταν άγνωστο στην Παλαιστίνη. Ήτο γνωστό στα μέρη της Αιγύπτου, στους Ταβεννησιώτας, όπως ελέγοντο οι μοναχοί του Αγίου Παχωμίου. Σε αυτόν παρεδόθη, εξ αποκαλύψεως διά παρουσίας Αγγέλου, ο οργανωμένος μοναχισμός. Στα κοινόβια αυτά πού ωνομάζοντο Λαύραι, είχαν κοινό ταμείο, κοινή ακολουθία και εξάρτησι από τους πνευματικούς πατέρες, υπήρχε μόνο ελευθερία και ιδιαιτερότητα στην ασκητικότητα. Είχαν ευλογία οι μοναχοί από τους πνευματικούς ηγέτες να αγωνίζονται κάθε ένας όσο ημπορούσε.
Επειδή ήτο νεαρός ο Όσιος Σάββας, τον έβαλε ο Μ. Ευθύμιος μεταξύ των νέων. Είχε δε ως παιδαγωγό των νέων, ένα σεβάσμιο γέροντα, τον Αββά Θεόκτιστο. Στο πρόσωπο του νεαρού Σάββα απεδείχθη το γνήσιο της φιλοθεΐας. Πόσο θαυμάσιο είναι το να ξεκινά κάποιος από τα σπάργανά του, από την νεαρωτάτη ηλικία, αγαπώντας τον Θεό και αφιερώνοντας τον εαυτό του εις Αυτόν. Βλέπομε στον Άγιο Σάββα το απόλυτο της υποταγής και εξαρτήσεως και ιδιαίτερα την αγάπη και την φιλαλληλία του. Μέσα στην βιογραφία του αναφέρεται, ότι εκινδύνευσε ο ίδιος από την αγάπη προς τον πλησίον. Κάποτε ο αρτοποιός του μοναστηριού σε καιρό χειμώνος, άπλωσε τα βρεγμένα ενδύματά του στο βάθος του ζεστού φούρνου για να στεγνώσουν, διότι δεν φαινόταν καθόλου ήλιος. Εκεί τα εξέχασε. Μετά από μία ημέρα πού έλειψε το ψωμί, μερικοί Πατέρες επήραν ευλογία και άρχισαν να εργάζονται στο φούρνο. Μαζί με αυτούς ήταν και ο Άγιος Σάββας. Ο αρτοποιός επήρε είδησι από τον καπνό και ενεθυμήθη τα ρούχα του. Εταράχθη τότε και ανησύχησε και εθλίβετο, διότι η φλόγα ήταν μεγάλη και είχε αρκετά ζεσταθή ο φούρνος, και κανείς από τους μεγάλους δεν ετόλμησε να μπή μέσα διότι θα εκαίετο. Βλέποντας ο νεαρώτατος Σάββας την θλίψι του αδελφού, ώρμησε μέσα στην φλόγα, για την φιλαδελφεία πού είχε, και άρπαξε τα φορέματα χωρίς να καή ούτε αυτός, ούτε εκείνα. Ενίκησε η πυρά της πραγματικής αγάπης, την αισθητή πυρά.
Πριν όμως από αυτό το κατόρθωμα, έκανε ένα άλλο μεγαλύτερο άθλο. Παρά το νεαρό της ηλικίας του, είχε μπεί στο νόημα του πνευματικού νόμου. Εγνώριζε ότι προτού γίνει μία πράξι, προηγείται η διανοητική της συγκατάθεσι. Εάν αυτή δεν προηγηθή, είναι αδύνατο να γίνη η πράξι. Κάποτε ευρίσκετο στον κήπο του μοναστηρίου και ηργάζετο. Του ήλθε η επιθυμία να φάγη ένα ωραίο μήλο. Η επιθυμία τον ωδήγησε να το κόψη. Είπε αμέσως η εύλογη πρόφασι: «Δεν είναι κακό να το φάγω αφού εργάζομαι εδώ». Το εσκούπισε και το έφερε στο στόμα του. Τότε εξύπνησε ο αθλητής – ενεθυμήθη – όπως είχε συνήθεια να ελέγχη τις πράξεις του – και εσταμάτησε και είπε: Πώς θα το φάγω τώρα αυτό; Εάν το φάγω δεν είναι λαθροφαγία; Πώς μου ξέφυγε και έφθασα σε τέτοια συγκατάθεσι; Πώς δεν το εκατάλαβα από την πρώτη προσβολή του λογισμού της επιθυμίας, πού μου είπε κόψε το και φάγε; Γιατί δεν αντέδρασα από τότε; Αυτό είναι ήττα για μένα. Δεν πρέπει να επαναληφθή, διότι αν γίνη και δεύτερη και τρίτη φορά να νικώμαι από τις ευλογοφανείς προφάσεις, εγώ δεν θα γίνω μοναχός. Και για κανόνα μήπως και εξαπατηθώ, δεν θα φάω μήλο στον αιώνα. Το έρριψε κάτω, και το επάτησε και μαζί με αυτό, επάτησε και τον δράκοντα της επιθυμίας και δεν ηττήθη από την φιλαυτία και την φιληδονία. Και όπως η παράδοσι αναφέρει, δεν έφαγε ξανά μήλο, ενθυμούμενος την μικρή αυτή υποχώρησι έναντι της επιθυμίας.
Παρ  όλο το νεαρό της ηλικίας του, εμπήκε στο σωστό νόημα του τί σημαίνει μοναχός, τί σημαίνει πνευματικός άνθρωπος, και πώς ημπορή να γίνη πνευματικός εάν ελέγχη τις προφάσεις μέσω των οποίων προσβάλλει ο λογισμός και απατά τον άνθρωπο. Διότι ποτέ η αμαρτία δεν παρουσιάζεται γυμνή, να πή στον άνθρωπο, «αμάρτησε». Τέτοιο πράγμα δεν γίνεται. Ο διάβολος είναι πονηρός. Ενεργεί σαν τον ψαρά, ο οποίος κρύβει το αγκίστρι κάτω από το δόλωμα. Το ψάρι αγνοώντας ότι είναι αγκίστρι, βλέποντας μόνο την τροφή, απατάται, το καταπίνει και έρχεται ο θάνατος. Μάς εδίδαξε με αυτό ο Μέγας φωστήρ, ότι δεν πρέπει ο μοναχός να κινήται σε πράξι, εάν προηγουμένως δεν την ελέγξη. Κάθε πρόφασι, η οποία μάς παρακινεί σε κάτι, πρέπει να ελέγχεται. Στην Παλαιά Διαθήκη, ο Ιησούς του Ναυή, όταν συνήντησε κάποιο άγνωστο τον ερώτησε «Ημέτερος εί ή των υπεναντίων;». Ακριβώς έτσι θα κάνωμε και εμείς. Όταν ο μοναχός δέχεται λογισμό, να συμπεριφερθή κατά τον ίδιο τρόπο· ημέτερος εί ή των υπεναντίων; και τότε αποκαλύπτεται. Η θα δραπετεύση αμέσως να κρυβή, ή θα εξαναγκασθή να πή ότι ξεκινά εν ονόματι αυτού του πάθους, ή εκείνης της επιθυμίας.
Ευρίσκομε και δεύτερο παράδειγμα ακριβείας του ελέγχου των λογισμών. Κάποτε περιπατούσε με ένα μαθητή του στον δρόμο από την Ιεριχώ προς τον Ιορδάνη. Ο Άγιος τον παρακολουθούσε για να ιδή σε ποιό επίπεδο ευρίσκεται της φυλακής των αισθήσεων.
Στον δρόμο συνήντησαν μια ομάδα κοσμικών, μεταξύ των οποίων ήτο και μία νέα γυναίκα. Ο νέος μοναχός κοίταζε με περιέργεια. Τότε για να τον ελέγξη και να τον αναγκάση να πή την αλήθεια – διότι πολλές φορές από εντροπή κρύβει κανείς την αλήθεια και λέγει ψέμματα – έκανε το εξής μεθόδευμα. Του είπε: Ποιά είναι αυτή η νέα κόρη, πού πέρασε και είναι μονόφθαλμη; Και ο αδελφός του είπε: Όχι, Γέροντα, έχει και τα δυο της μάτια… Ο Γέροντας απάντησε: Απατήθηκες, παιδί μου, μονόφθαλμη είναι. Εκείνος τον διαβεβαίωνε ότι γνωρίζει πολύ καλά, ότι όχι μόνο δεν είναι μονόφθαλμη αλλά αντίθετα ότι έχει και τα δυο της μάτια. Και είπε ο Γέροντας: Από πού το γνωρίζεις τόσο καλά; Και αυτός απεκρίθη: Εγώ Γέροντα, την πρόσεξα καλά και το είδα. Τότε ο Γέροντας του είπε: Και πού έβαλες μέσα σου το παράγγελμα πού λέγει να μην αφήσης το βλέμμα σου να την περιεργασθή, και να μην συναρπασθούν τα μάτια σου; Ώστε λοιπόν, η έγνοια σου είναι να κοιτάς και να περιγράφης τα πρόσωπα και ιδίως των γυναικών; Αλλη φορά μαζί μου δεν θα έλθης, μέχρι να μάθης να συστέλλης τις αισθήσεις σου. Και τον έστειλε στο Καστέλλιο. Αυτό ήταν ένα άλλο μοναστήρι πού το είχαν για σωφρονιστήριο των μοναχών, μέχρις ότου μάθουν να μαζεύουν την γλώσσα τους, να μαζεύουν τα μάτια τους και ό,τι άλλο, είναι και λέγεται περιέργεια και απροσεξία.
Βλέπετε πόση προσοχή είχαν οι Πατέρες σε αυτά; Από αυτά εξαρτάται η προκοπή ή η πτώσι. Όπως δεν γίνεται κάποια πράξι αν δεν προηγηθή νόημα, δεν υπάρχει και μεγάλη πτώσι αν δεν προηγηθή μικρή. Αν αρχίση ο άνθρωπος να μην κρατάη το στόμα του και συνεχώς ομιλή, ύστερα ξεκινά να λέγη αστεία και μετά αρχίζει να αντιλέγη, δήθεν από μία καλή πρόφασι. Τότε σκληρύνεται και επικρατεί ο θυμός, οπότε αρχίζουν τα πείσματα, οι έριδες και οι συγκρούσεις.