Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

H ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ


H ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ



H ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ
ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
Ιερεμίας Φούντας
Μητροπολίτης Ι. Μ. Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως
Ομιλία στον Ραδιοφωνικό σταθμό της Πειραϊκής Εκκλησίας την Τρίτη 20 Απριλίου 2010

Αγαπητοί μου ακροατές,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!
Επειδή οι εκπομπές μου αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη, γι αυτό και στην σημερινή μου εκπομπή θα παρουσιάσω μία σχετικήομιλία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
1. Ο ιερός πατέρας άρχισε σε προηγούμενη ομιλία του να ερμηνεύει τον λόγο του αποστόλου Παύλου «Έχοντες το αυτό Πνεύμα της πίστεως κατά το γεγραμμένον “επίστευσα διο ελάλησα”. Και ημείς πιστεύομεν διο και λαλούμεν» (Β/ Κορ. 4,13). Στην ομιλία του εκείνη ο Χρυσόστομος ομίλησε για την πίστη και είπε ότι υπάρχουν δύο είδη πίστεως. Είναι πρώτον η «ποιητική των σημείων», η θαυματουργική. Είνια αυτή για την οποία είπε ο Χριστός «εάν έχετε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω όρει τούτω, μετάβηθι και μεταβήσεται» (Ματθ. 17,20). Και είναι έπειτα η πίστη «η την γνώσιν εμποιούσα ημίν, καθήν πάντες εσμέν πιστοί». Είναι δηλαδή η αποδοχή των δογμάτων της Εκκλησίας μας και η συνεχής μαθητεία μας σ αυτά, βάσει των οποίων πρέπει να ρυθμίζουμε την ζωή μας. Η πίστη για την οποία ομιλεί ο Παύλος στο μνημονευθέν χωρίο, λέγει ο Χρυσόστομος, είναι του δευτέρου είδους, αυτή η της «γνώσεως», η «την γνώσιν εμποιούσα», όπως το είπε προηγουμένως. Είναι η ίδια για την οποία λέγει στους Ρωμαίους ότι «ευχαριστώ τω Θεώ μου... ότι η πίστις υμών καταγγέλλεται εν όλω τω κόσμω» (1,8). Είναι η ίδια πάλι πίστη για την οποία ο ίδιος Απόστολος γράφει προς τους Θεσσαλονικείς χριστιανούς λέγοντας: «Εν παντί τόπω η πίστις υμών η προς τον Θεόν εξελήλυθε» (Α/ Θεσ. 1,8).
2. Αλλά ο Χρυσόστομος λέγει ότι ο απόστολος Παύλος στον λόγο του «έχοντες το αυτό Πνεύμα της πίστεως κατά το γεγραμμένον “επίστευσα διο ελάλησα”. Και ημείς πιστεύομεν διο και λαλούμεν» θέλει να επιδείξει πολλή την συγγένεια της Παλαιάς με την Καινή Διαθήκη. Γι αυτό και λέγει «έχοντες το αυτό πνεύμα της πίστεως». Το ίδιο πνεύμα και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη. Τον λόγο που μνημονεύει ο απόστολος Παύλος «επίστευσα διο ελάλησα», τον είπε παλαιά ο Δαυίδ, στην Παλαιά Διαθήκη (Ψαλμ. 115,1). Αλλά τον ίδιο λόγο τον λέγει τώρα και ο Απόστολος στην Καινή Διαθήκη• λέγει: «Και ημείς πιστεύομεν διο και λαλούμεν». Άρα το αυτό πνεύμα της πίστεως και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη.1Υπάρχει λοιπόν πολλή συγγένεια και πολλή ενότητα των δύο Διαθηκών, της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.
3. Που είναι λοιπόν τώρα, λέγει ο Χρυσόστομος,εκείνοι που κατηγορούν την Παλαιά Διαθήκηκαι διασπούν το σώμα της Αγίας Γραφής, αυτοί που λένε άλλον Θεόν της Παλαιάς και άλλον της Καινής; Ας ακούσουν τον παραπάνω λόγο του αποστόλου Παύλου που λέγει καθαρά ότι είναι το ίδιο Πνεύμα και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη. Αλλά και τα ονόματα των Διαθηκών, Παλαιά και Καινή, δείχνουν και αυτά πολλή την συγγένεια μεταξύ τους.Γιατί η Καινή λέγεται έτσι, επειδή προϋποθέτει την Παλαιά. Και η Παλαιά πάλι ονομάζεται έτσι, επειδή εδόθη η Καινή. «Η γαρ Καινή δια την Παλαιάν είρηται και η Παλαιά δια την Καινήν» (MPG 51,282). Και αν οι Διαθήκες δεν είναι του ίδιου Δεσπότου, του Χριστού, ούτε η Καινή μπορεί να λέγεται Καινή, αλλά ούτε και η Παλαιά μπορεί να λέγεται έτσι. Ώστε, καταλήγει συμπεραίνοντας ο Χρυσόστομος: «Η διαφορά των ονομάτων Παλαιά και Καινή δείχνει την μεταξύ τους συγγένεια. Η δε κατά το όνομα αυτή διαφορά (Παλαιά και Καινή) δεν είναι διαφορά στην ουσία, αλλά είναι διαφορά των εποχών που δόθηκαν αυτές. Γιατί το καινό με το παλαιό σ αυτό μόνο διαφέρει (στον χρόνο που δόθηκε το καθένα).Η εναλλαγή δε των χρόνων ούτε διαφορά του Δεσπότου που τις έδωσε δηλώνει ούτε υποτίμηση σημαίνει. Και ότι αυτό είναι αλήθεια φαίνεται από αυτό που είπε ο Χριστός: “Κάθε γραμματέας που αποδέχτηκε την βασιλεία του Θεού είναι όμοιος με έναν οικοδεσπότη που βγάζει από το θησαυροφυλάκιό του καινούργιους και παλαιούς θησαυρούς” (Ματθ.13,52). Βλέπεις – λέγει ο Χρυσόστομος – ότι διάφορα είναι τα κτήματα (αυτά που λέει “θησαυρούς” εδώ), αλλά ένας είναι ο οικοδεσπότης; Όπως λοιπόν αυτός ο ένας οικοδεσπότης μπορεί να βγάζει καινά και παλαιά, αυτό μπορεί να λεχθεί για τον Ένα Θεό της Καινής και της Παλαιάς Διαθήκης. Και μάλιστα, αυτό προπαντός αποδεικνύει τον πλούτο και την περιουσία του Θεού:Το ότι δεν έχει μόνο “καινή”, αλλά έχει και “παλαιά” περιουσία» (MPG 51,282).
4. Ώστε η διαφορά των δύο Διαθηκών είναι στο όνομα μόνο και όχι στο περιεχόμενο. Δεν υπάρχει «μάχη» και «εναντίωσις» των δύο Διαθηκών. Γιατί το «παλαιόν» γίνεται «παλαιόν» από το υπάρχον «καινόν». Αλλά αυτό δεν είναι ούτε μάχη ούτε εναντίωση, αλλά διαφορά στο όνομα μόνο. Αλλά προχωρεί την σκέψη του ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και λέγει τα εξής ωραία παρακάτω: «Εγώ – λέγει – θα πω και αυτό το υπερβολικό: Και αν ακόμη ήταν ενάντιοι οι νόμοι της Παλαιάς με την Καινή Διαθήκη, και τότε ακόμη θα υπεστήριζα ότι δεν έπρεπε από αυτό να συμπεράνουμε ότι είναι άλλος ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης και άλλος ο Θεός της Καινής. Γιατί: Αν κατά τον ίδιο καιρό και στους ίδιους ανθρώπους, που καταγίνονται με τα ίδια πράγματα, διέταζε ο Θεός ενάντιους νόμους, θα είχε κάποιο επιχείρημα αυτό το “σόφισμα” (το ότι δηλαδή πρόκειται περί διαφορετικού Θεού στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη).Αφού όμως άλλοι μεν νόμοι εγράφησαν στην Παλαιά Διαθήκη, άλλοι δε στην Καινή, και σε άλλο χρόνο οι μεν σε άλλο χρόνο οι δε, και δόθηκαν σε ανθρώπους που βρίσκονταν σε διαφορετική κατάσταση οι μεν από τους δε, τότε για ποιο λόγο από την διαφορά των νόμων είναι ανάγκη να συμπεράνουμε δύο νομοθέτες;Εγώ δεν βλέπω κανένα λόγο. Εάν όμως αυτοί που λέγουν αυτά έχουν να μας πουν κανένα λόγο, ας τον πουν. Αλλά δεν έχουν! Και μάλιστα και ο γιατρός πολλές φορές κάνει πολλά αντίθετα πράγματα. Δεν τα κάνει όμως αυτά κινούμενος από αντίθετη γνώμη, αλλά από μία και σύμφωνη.Γιατί πολλές φορές ο γιατρός άλλοτε καυτηριάζει την πληγή και άλλοτε όχι• άλλοτε εγχειρίζει και άλλοτε δεν εγχειρίζει. Και μάλιστα αυτό το κάνει πολλές φορές στο ίδιο σώμα. Άλλοτε προσφέρει πικρά φάρμακα και άλλοτε γλυκά. Αυτά δε που κάνει φαίνονται αντίθετα. Η επιθυμία του όμως, για την οποία τα κάνει αυτά, είναι μία και η αυτή, γιατί αποβλέπει στον ίδιο σκοπό: Στην υγεία του αρρώστου».
Και συμπεραίνει ο άγιος Πατέρας: «Πως δεν είναι περίεργο τον μεν ιατρό που κάνει πολλά αντίθετα και μάλιστα στο ίδιο πρόσωπο να μην τον κατηγορούμε, τον δε Θεό να κατηγορούμε, επειδή σε διαφορετικούς καιρούς και σε διαφορετικούς ανθρώπους έδωσε διαφορετικές εντολές;» (MPG 51,283). Και μάλιστα να συμπεραίνουμε από αυτό όχι απλώς την αίρεση, αλλά την ανοησία, ότι έχουμε δυο Θεούς, έναν της Παλαιάς και έναν της Καινής;
5. Και ενάντιοι λοιπόν να είναι οι νόμοι της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, κατά τα παραπάνω που μας είπε ο άγιος Χρυσόστομος, δεν έπρεπε να μιλάμε περί διαφόρων Θεών των δύο Διαθηκών. Δεν είναι όμως ενάντιοι, αλλά είναι απλώς διάφοροι. Και θα το αποδείξει τώρα αυτό ο σοφός ερμηνευτής της Αγίας Γραφής, ο ιερός Χρυσόστομος. Ως παράδειγμα παίρνει τον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης «ου φονεύσεις». Αυτός είναι παλαιός νόμος. «Ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις ου φονεύσεις», είπε ο Κύριος (Ματθ. 5,21). Ας δούμε όμως τώρα και τον νόμο της Καινής. Ο Κύριος είπε: «Εγώ δε λέγω υμίν, πας ο οργιζόμενος τω αδελφώ αυτού εική, ένοχος έσται εν τη κρίσει» (Ματθ. 5,22). Είναι πραγματικά αντίθετα αυτά τα δύο προστάγματα; Ποιος άνθρωπος λογικός μπορεί να πει τέτοιο πράγμα; Αν ο παλαιός νόμος έλεγε «να μην φονεύουμε», ο δε νέος νόμος, η Καινή Διαθήκη, έλεγε «να φονεύουμε», πραγματικά αυτό θα ήταν διαφωνία και αντινομία.Αν όμως η Παλαιά Διαθήκη λέει να μη φονεύουμε, η δε Καινή Διαθήκη λέει όχι να μην φονεύουμε απλά, αλλά να μην οργιζόμαστε, αυτό δεν είναι εναντίωση, αλλά επίταση του προηγούμενου νόμου.Γιατί ο προηγούμενος νόμος θέλει να κόψειτον καρπότης κακίας, δηλαδή τον φόνο• ο δε νόμος του Χριστού, η Καινή Διαθήκη, θέλει να κόψει καιτην ρίζα του φόνου, δηλαδή την οργή. Η Παλαιά Διαθήκη θέλει να ανακόψει το ρεύμα της πονηρίας, η δε Καινή Διαθήκη θέλει να ξηράνει και την πηγή της. Πραγματικά, πηγή και ρίζα του φόνου είναι ο θυμός και η οργή.
Ποια λοιπόν αντίθεση υπάρχει μεταξύ του ότι η μεν Παλαιά Διαθήκη να θέλει να ανακόψει το αποτέλεσμα της αμαρτίας, η δε Καινή Διαθήκη να θέλει να αποκόψει και την αρχή της αμαρτίας;Η Παλαιά Διαθήκη θέλει να καθαρίσει τα χέρια από το αίμα, η δε Καινή Διαθήκη θέλει να απαλλάξει και την διάνοια και την καρδιά από τις εχθρικές διαθέσεις. Βλέπουμε λοιπόν ότι οι δύο Διαθήκες συμφωνούν και δεν μάχονται η μία με την άλλη, όπως θέλουν να μας το παρουσιάσουν οι εχθροί της αληθείας.
Όποιος ομιλεί για διαφορετικό Θεό της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, αυτός κατηγορεί τον Θεό της Καινής Διαθήκης, ενώ θέλει να τον εξυψώσει. Και να πως τον κατηγορεί: Η τροφή της Παλαιάς Διαθήκης είναι γάλα, γιατί παιδαγωγεί προς την μεγάλη αλήθεια της Καινής Διαθήκης. Η τροφή δε της Καινής Διαθήκης είναι στερεά. Αν όμως πούμε ότι άλλος είναι ο Θεός της Καινής Διαθήκης από τον Θεό της Παλαιάς, τότε σημαίνει ότι ο Θεός αυτός της Καινής έδωσε κατ ευθείαν την «στερεά» τροφή, έδωσε δηλαδή κατ ευθείαν την πλήρη Αποκάλυψη, χωρίς να προετοιμάσει τον λαό Του, για να δεχθεί την Αποκάλυψη αυτή. Δηλαδή, όπως το λέγει ακριβώς ο Χρυσόστομος, ο Θεός «προ του θρέψαι γάλακτι και την δια του νόμου παιδαγωγίαν επί την στερεάν ημάς ήγαγε τροφήν». Αλλά κανένας λογικός άνθρωπος «πριν η θρέψαι γάλακτι, προς την στερεάν άγει τροφήν» (MPG 51,284). Αυτό το άλογο κατηγορούν στον Θεό, κατά τον Χρυσόστομο, όσοι δέχονται διαφορά Θεών στις δύο Διαθήκες. Αλλά και το άλλο: Ο νόμος του Χριστού στην Καινή Διαθήκη δόθηκε προς τα τελευταία έτη. Και βέβαια εμείς πιστεύουμε ότι για την Αποκάλυψη αυτή της Καινής Διαθήκης ο Θεός προετοίμασε την ανθρωπότητα με την Παλαιά Διαθήκη. Αν όμως πούμε ότι η Παλαιά Διαθήκη δεν δόθηκε από τον Θεό, αλλά από κάποιο άλλο θεό, τότε κατηγορούμε τον αληθινό Θεό με την μεγάλη πραγματικά κατηγορία ότι άφησε για τόσα χρόνια, για πέντε χιλιάδες χρόνια, άφησε χωρίς καμμιάφροντίδατην ανθρωπότητα, όντας αδιάφορος γι αυτήν. Και τρόπον τινά ο Θεός... (!) μετενόησε από την αδιαφορία του αυτή και άρχισε μετά από πέντε χιλιάδες χρόνια να ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους και τότε έδωσε τον νόμο Του με την Καινή Διαθήκη.Πραγματικά αυτήν την κατηγορία δίνουμε στον Θεό, αν πούμε ότι δεν είναι Αυτός που μίλησε στην ανθρωπότητα με την Παλαιά Διαθήκη πρώτα. Αλλά μια τέτοια κατηγορία δεν αρμόζει ούτε και σε ένα ανάξιο άνθρωπο (βλ. Χρυσοστόμου, MPG 51,284).
6. Ας σκεφθούμε λοιπόν, μας λέγει ο Χρυσόστομος, σε πόσες κατηγορίες και βλασφημίες υποβάλλουν τον Θεό εκείνοι που μιλάνε για άλλο Θεό της Παλαιάς και άλλο Θεό της Καινής Διαθήκης. Όλες αυτές οι κατηγορίες διαλύονται αν δεχθούμε και πιστέψουμε ότι ένας είναι ο νομοθέτης της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, ένας είναι ο Θεός και των δύο Διαθηκών. Και για να αποδείξει ο Χρυσόστομος την αλήθεια αυτή περισσότερο και για να «απορράψει», όπως λέγει, τα στόματα των βλασφήμων και των αιρετικών, φέρει μαρτυρία από αυτήν την Παλαιά Διαθήκη, από τον προφήτη Ιερεμία, τον από την κοιλιά της μάνας του αγιασμένο. Ο προφήτης Ιερεμίας παρουσιάζει τον Θεό να λέγει: «Διαθήσομαι υμίν διαθήκην καινήν, ου κατά την διαθήκην, ην διεθέμην τοις πατράσιν υμών» (38,31). Από τον λόγο δε αυτόν φαίνεται καθαρά ότι Αυτός που σύναψε την Παλαιά Διαθήκη, ο Ίδιος πάλι σύναψε και την Νέα Διαθήκη. Ένας είναι ο νομοθέτης και των δύο Διαθηκών, και της Παλαιάς και της Καινής. Γνωρίζουμε δε ότι την Καινή Διαθήκη την σύναψε ο Χριστός με το Αίμα Του. Αυτός είναι ο νομοθέτης της Καινής, γι αυτό και λέγει στην επί του Όρους Ομιλία Του «εγώ δε λέγω υμίν» (Ματθ. 5,22.28.32). Άρα, Αυτός πάλι σύναψε και την Παλαιά Διαθήκη.
Ο παραπάνω αυτός λόγος του Θεού στον προφήτη Ιερεμία «διαθήσομαι υμίν διαθήκην καινήν, ου κατά την διαθήκην, ην διεθέμην τοις πατράσιν υμών», αυτός ο λόγος αποδεικνύει πάλι και τηνπροΰπαρξητου Ιησού Χριστού, γιατί«ει προ του τόκου της Μαρίας ουκ ην, ουδέ υπήρχε πριν η φανήναι εν σαρκί, πως ενομοθέτει ο μη ων; Πως δε έλεγε, “διαθήσομαι υμίν διαθήκην καινήν, ου κατά την διαθήκην, ην διεθέμην τοις πατράσιν υμών”; Πως διέθετο τοις πατράσιν αυτών μη υπάρχων, μηδέ ων, κατά τον εκείνων λόγον;»(MPG 51,284). Ναι, ο λόγος αυτός του προφήτου Ιερεμίου αποδεικνύει, ξαναλέγουμε, την προΰπαρξη του Ιησού Χριστού. Γι αυτό και ο ιερός Χρυσόστομος τον χρησιμοποιεί στον πόλεμό του εναντίον τουΠαύλου του Σαμοσατέως, που ηρνείτο την προΰπαρξη του Ιησού Χριστού.
Με την ευκαιρία του λόγου ελέγχει ο ιερός Πατέρας και τουςΜανιχαίους, οι οποίοι απορρίπτουν την Παλαιά Διαθήκη. Τους ελέγχει δε από την Καινή Διαθήκη, αφού αυτοί δεν παραδέχονται την Παλαιά. Και τους ελέγχει με το εξής επιχείρημα: Είναι γνωστόν ότι η Καινή Διαθήκη έχει χωρία και περικοπές από την Παλαιά Διαθήκη. Είναι οι μαρτυρίες των Προφητών περί του Μεσσίου και στις οποίες ανταποκρίνεται πλήρως η ζωή του Ιησού Χριστού. Αν όμως αφαιρέσουμε τις περικοπές και τα χωρία αυτά των Προφητών από την Καινή Διαθήκη, αυτά που απομένουν σ αυτή δεν μπορούν να σταθούν και να αποτελέσουν αρμονία• «τα γαρ αποκοπέντα μέλη κράζει και βοά, την προς τα οικεία μέλη συμφωνίαν επιζητούντα» (MPG 51,285).
7. Με καθηγητή λοιπόν τον μεγάλο ερμηνευτή της Εκκλησίας μας, τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, θα αποδείξουμε, αγαπητοί μου ακροατές, ότι ένας είναι ο νομοθέτης και της Καινής και της Παλαιάς Διαθήκης. Και αυτό θα το αποδείξει από τον απόστολο Παύλο, από μία του περικοπή της προςΓαλάταςεπιστολής του. Στην περικοπή αυτή, λέγει ο άγιος Πατέρας,σαν να φαίνεται ότι κατηγορείται η Παλαιά Διαθήκη. Και αυτό βέβαια είναι ενθαρρυντικό στους αιρετικούς, τους κατηγορούντες και διαγράφοντες την Παλαιά Διαθήκη. Και πραγματικά η διατύπωση της περικοπής του Αποστόλου είναι τέτοια, ώστε εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι η περικοπή αυτή είναι εναντίον της Παλαιάς. Αν όμως εμβαθύνει κανείς ορθά στην περικοπή, θα διαπιστώσει το αντίθετο, ότι αυτή είναι υπέρ της Παλαιάς Διαθήκης. Σ’ αυτό ο Χρυσόστομος βλέπει ένα τέχνασμα της σοφίας του Θεού, ώστε από την ασαφή έκφραση να την «πάθουν» οι κατήγοροι της Παλαιάς Διαθήκης και να την «πατήσουν», όπως λέμε. Γιατί, αρπάζοντες οι αιρετικοί αυτήν την περικοπή, που φαίνεται τάχα ως περικοπή αντίθετη της Παλαιάς Διαθήκης, την δέχονται με χαρά, την εκλαμβάνουν ότι συνηγορεί μ αυτούς και την «παθαίνουν», γιατί το νόημα της περικοπής είναι το ακριβώς αντίθετο από ό,τι αυτοί νομίζουν. Και από την περικοπή λοιπόν του αποστόλου Παύλου, που προτίμησαν αυτοί να έχουν υπέρ αυτών, έχουν, από αυτήν ακριβώς την περικοπή, την καταδίκη της πλάνης τους.2
Σε πολλά σημεία της η Καινή Διαθήκη μιλάει για ένα νομοθέτη της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Αλλά ο απόστολος Παύλος θα βγάλει την αλήθεια αυτή από αυτήν ακριβώςτην περικοπή την οποία επικαλούνται οι Μανιχαίοικαι την διασώζουν μάλιστα στην δική τους Γραφή που χρησιμοποιούν. Και αυτή η περικοπή είναι από την προςΓαλάτας επιστολή (4,21-22): «Λέγετέ μοι οι υπό νόμον θέλοντες είναι• τον νόμον ουκ ακούετε; Γέγραπται γαρ ότι Αβραάμ δύο υιούς έσχεν. Ένα εκ της παιδίσκης και ένα εκ της ελευθέρας». Οι αιρετικοί Μανιχαίοι, όταν διάβασαν στο χωρίο αυτό του αποστόλου Παύλου για «υιόν της παιδίσκης», πήδησαν από χαρά («απεπήδησαν»)• γιατίνόμισαν ότι το «παιδίσκης» είναι κατηγορία του νόμου. Αλλά θα αποδείξουμε τώρα, λέγει ο Χρυσόστομος, ότι ένας είναι ο νομοθέτης και των δύο Διαθηκών. Για τα αναφερόμενα στην περικοπή λέγει ο απόστολος ότι είναι «αλληγορούμενα» (Γαλ. 4,24). Και ερωτά ο Χρυσόστομος: Τι σημαίνει το «αλληγορούμενα»; Σημαίνει ότι, όσα συμβαίνουν στην Παλαιά Διαθήκη είναι «τύποι» «των εν τη Χάριτι γενομένων», αυτών δηλαδή που έγιναν στην Καινή Διαθήκη. Και το εξηγεί: Οι δύο γυναίκες είναι τύποι των δύο Διαθηκών. Και αυτό βέβαια δεικνύει την συγγένεια της Καινής με την Παλαιά Διαθήκη. Γιατί ο τύπος δεν είναι ενάντιος με την αλήθεια, αλλά συγγενής. Έτσι λοιπόν, εάν ήταν ενάντιος ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης προς τον Θεό της Καινής Διαθήκης, δεν θα ήταν δυνατόν, δια των δύο γυναικών του Αβραάμ, να προδιατυπώσει την υπεροχή της Καινής Διαθήκης. Αλλά πιθανόν να πουν οι αντίθετοι ότι ο Παύλος έκανε κατάχρηση του τύπου από συγκατάβαση στην ασθένεια των Ιουδαίων. Αν όμως γινόταν αυτό, θα έπρεπε ο Απόστολος να κάνει συγκατάβαση και στην ασθένεια των εθνικών (των εξ εθνών χριστιανών) και να ευρίσκει τύπους και από την ελληνική μυθολογία («εχρήν και Έλλησι κηρύττοντα τύπους Ελληνικούς εισάγειν, και ιστορίας μεμνήσθαι των παρ Έλλησι γεγενημένων πραγμάτων»). Αυτό όμως δεν το έκανε, γιατί τα ελληνικά μυθολογήματα δεν έχουν κανένα κοινό προς την αλήθεια. Τα γεγονότα της Καινής Διαθήκης τα αλληγορεί μόνο με τα γεγονότα της Παλαιάς Διαθήκης, ακριβώς γιατί «πολλήν συγγένειαν έχει τα παλαιά προς την Καινήν Διαθήκην» (MPG 51,285.286).
8. Από την παραπάνω περικοπή του αποστόλου Παύλουπερί του Αβραάμ και των δύο υιών του, έναν εκ της παιδίσκης και έναν εκ της ελευθέρας, ο ιερός Χρυσόστομος συμπέρανε την συμφωνία των δύο Διαθηκών. Τώρα όμως ο ερμηνευτής Πατήρ από την ίδια περικοπή θα αποδείξει και το επίμαχο θέμα, ότι δηλαδήένας είναι ο νομοθέτηςτων δύο Διαθηκών, της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Και η απόδειξη αυτή είναι πολύ απλή.Και οι δύο γυναίκες του Αβραάμ είχαν έναν άνδρα. Και αφού αυτό είναι τύπος των γενομένων στην Καινή Διαθήκη, λέγουμε ότι και οι δύο Διαθήκες, η Παλαιά και η Καινή, έχουν ένα νομοθέτη. Γιατί, αν άλλος ήταν ο νομοθέτης της Καινής και άλλος ο νομοθέτης της Παλαιάς Διαθήκης, «περιττώς την ιστορίαν εισήγαγεν» ο απόστολος Παύλος, λέγει ο Χρυσόστομος. Δεν ήταν άλλος ο άνδρας της Σάρρας και άλλος ο άνδρας της Άγαρ, αλλά ο ένας και ο αυτός.
Ώστε,συμπεραίνει οΧρυσόστομοςλέγοντας: «Όταν λέγει ο απόστολος Παύλος, “αύται γαρ εισι δύο διαθήκαι”, δεν λέγει τίποτε άλλο, παρά ότι αυτές οι δύο Διαθήκες έχουν ένα νομοθέτη, όπως ακριβώς εκείνες οι γυναίκες (η παιδίσκη και η Σάρρα) είχαν έναν άνδρα, τον Αβραάμ. Θα πει όμως κάποιος, ότι η μία ήταν “δούλη”, η δε άλλη ήταν “ελεύθερη”. Αλλ’ αυτό δεν έχει σημασία. Το ζητούμενο είναι εάν είναι ένας ο νομοθέτης και των δύο Διαθηκών. Ας παραδεχθούν λοιπόν αυτό πρώτον οι αιρετικοί και τότε εμείς θα τους απαντήσουμε σ αυτό. Γιατί, αν οι αντιφρονούντες παραδεχθούν αυτό το βασικό, όλα έπειτα τα άλλα τακτοποιούνται. Όταν δηλαδή αυτοί παραδεχθούν ότι η Παλαιά Διαθήκη έχει τον ίδιο νομοθέτη με τον νομοθέτη της Καινής – όπως και τον έχει – τότε διαλύεται όλη η διαφορά μας με εκείνους. Όμως, για να μην δημιουργηθεί και σε σάς – λέγει ο Χρυσόστομος στους ακροατές του – καμμία απορία από την αποστολική περικοπή, ας προσέξουμε ακριβώς την έκφραση του Αποστόλου. Γιατί δεν είπε “μία μεν δούλη, μία δε ελευθέρα”, αλλά είπε, “Μία μεν εις δουλείαν γεννώσα”. Αλλά δεν σημαίνει βέβαια ότι η “γεννώσα εις δουλείαν” είναι δούλη.Το να γεννηθούν δε τέκνα “εις δουλείαν” δεν φταίει η μητέρα, αλλά τα τεχθέντα παιδία. Γιατί αυτά (δηλαδή οι Ιουδαίοι), επειδή για την κακία τους αποστέρησαν τους εαυτούς τους από την ελευθερία και εξέπεσαν από την ευγένειά τους, ο Θεός τους επαίδευσε ως αγνώμονες με συνεχή φόβο, κολάζοντάς τους με τιμωρίες και με απειλές. Και αυτόν τον τρόπο συμπεριφοράς των πατέρων μπορούμε να το δούμε και σήμερα. Γιατί και σήμερα πολλοί πατέρες τα άτακτα παιδιά τους τα συνηθίζουν σε πρέποντα φόβο, σαν αυτά να είναι ικέτες και όχι παιδιά. Και αυτό δεν είναι έγκλημα των πατέρων, αλλά των ατάκτων παιδιών, γι’ αυτό και οι πατέρες τους δεν συμπεριφέρονται σαν σε ελεύθερα παιδιά.
Έτσι και ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη. Φερόταν με πνεύμα δουλείας και φόβου και τιμωρίας σε εκείνον τον αγνώμονα ιουδαϊκό λαό. Αλλά αυτό δεν είναι κατηγορία του Θεού, ούτε είναι έγκλημα του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά των Ιουδαίων που είχαν αποχαλινωθεί και γι αυτό είχαν ανάγκη απόδυνατώτερο χαλινό. Γιατί στην Παλαιά Διαθήκη έχουμε και δικαίους ανθρώπους, οι οποίοι έζησαν την φιλοσοφία της Καινής Διαθήκης, και δεν είχαν λοιπόν ανάγκη αυτοί από τέτοιο χαλινό. Τέτοιοι ήταν ο Άβελ, ο Νώε, ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ, ο Ιωσήφ, ο Μωυσής, ο Ηλίας, ο Ελισσαίος και πολλοί - πολλοί άλλοι. Αυτοί δόθηκαν στον Θεό όχι από φόβο και από απειλή και από τιμωρία, αλλά από αγάπη και “φίλτρω ζέοντι”. Αυτοί λοιπόν – όπως λέει ακριβώς ο Χρυσόστομος – “ου γαρ εδεήθησαν προσταγμάτων, ουδέ εντολών και νόμων, ώστε αρετήν ελέσθαι και φεύγειν κακίαν, αλλ ώσπερ ευγενείς παίδες και ελεύθεροι, την οικείαν επιγνόντες αξίαν, χωρίς φόβου τινός και κολάσεως ηυτομόλησαν προς την αρετήν”. Οι άλλοι όμως Ιουδαίοι, επειδή έκλιναν στην κακία, είχαν ανάγκη από νόμο (“επειδή προς κακίαν απέκλιναν, του κατά τον νόμον εδεήθησαν χαλινού” ). Έτσι, όταν οι Ιουδαίοι λάτρευσαν ως θεό τον μόσχο και προσκύνησαν τα γλυπτά, τότε άκουσαν την εντολή “Κύριος ο Θεός σου, Κύριος εις εστιν”. Όταν φόνευσαν και διέφθειραν τις γυναίκες των πλησίον τους, τότε άκουσαν το “ου φονεύσεις”, “ου μοιχεύσεις” και όλες τις άλλες εντολές.
Ώστε: Δεν είναι έγκλημα του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης να ομιλεί για κόλαση και για τιμωρία και να παιδεύει και να σωφρονίζει τους ανθρώπους σαν να είναι αγνώμονες δούλοι, αλλά αντίθετα είναι μεγάλο εγκώμιο και έπαινός του. Γιατί τους ανθρώπους που έπεσαν σε τόση κακία μπόρεσε με την αυστηρότητά του να τους απαλλάξει από την κακία τους και να τους κάνει να υπακούσουν στην Χάρη και να τους οδηγήσει στην φιλοσοφία της Καινής Διαθήκης. Έτσι λοιπόν και την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη οικονομούσε το ένα και το αυτό Πνεύμα, αν και με διάφορο τρόπο. Γι αυτό και ο απόστολος Παύλος έλεγε: “Έχοντες το αυτό Πνεύμα της πίστεως κατά το γεγραμμένον• Επίστευσα, διο ελάλησα”» (MPG 51,286.287).
Σάς ευχαριστώ που με ακούσατε,
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!

1. Τον λόγο «επίστευσα διο ελάλησα» «άνωθεν και προ πολλών χρόνων ο Δαυίδ ην ειρηκώς, όπερ ο Παύλος παρήγαγε νυν, δηλών ότι του Πνεύματος η χάρις η αυτή και εν εκείνω τότε, και νυν εν ημίν την της πίστεως ερρίζωσε δύναμιν• ωσεί έλεγε, “το αυτό Πνεύμα της πίστεως, το και εν εκείνω λαλήσαν, και εν ημίν ενήργησε”» (MPG 51,282).
2. Λέει επί λέξει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος για το πάθημα των αιρετικών αυτών: «Και τούτο δε (το ότι δηλαδή η περικοπή του Αποστόλου φαίνεται ως κατήγορη της Παλαιάς Διαθήκης) της του Πνεύματος εγένετο σοφίας, ώστε τη προχείρω ρήσει δελεασθέντας τους του νόμου κατηγορούντας άκοντας και αγνοούντας δέξασθαι την υπέρ αυτού γεγραμμένην απολογίαν• ίνα αν μεν θελήσωσι προς την αλήθειαν ιδείν, έχωσι την ρήσιν την χειραγωγούσαν αυτούς• αν δε επιμένωσι τη απιστία μηδεμιάς συγγνώμης λοιπόν τύχωσι, και αυτοίς, οίς δοκούσι πιστεύειν, απιστούντες κατά της εαυτών σωτηρίας» (MPG 51,285).

Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα της Ι.Μ.Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως
ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ     www.egolpion.com
4 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2011


Read more:http://www.egolpion.net/syggeneia_palaiasdiathikis.el.aspx#ixzz2jnCLfG1N

ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ

ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ



ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ
 ΚΑΙ Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥΣ
ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ
π. Γεωργίου Φλορόφσκυ

     Οι Επιστολές, που γράφτηκαν από τον Απ. Παύλο ή που αποδίδονται σ' αυτόν αποτελούν ένα κρίσιμο σημείο στην όλη διάσταση που υπάρχειμεταξύτων εκκλησιών της Μεταρρυθμί­σεως και της Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Η προςΡωμαίους Επιστολήείναι ένα από τα σπουδαιότερα κείμενα στα οποία παραπέμπουν oι εμπλεκόμενοι σ' αυτήν τη διάσταση. Αυτή η επιστολή και η προςΓαλάτας Επιστολήαποτελούν τη βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε ο Λούθηρος για να διατυπώσει το δόγμα του για την πίστη και τη δικαίωση, ένα δόγμα που ο ίδιος το χαρακτήρισε στον πρόλογο στα Λα­τινικά κείμενά του ως μια εντελώς καινούρια κατανόηση της Αγίας Γραφής.
Αυτές οι δυο επιστολές συνεχίζουν να είναι και σήμερα τα κύρια κείμενα στα οποία παραπέμπουν οι σύγ­χρονοι θεολόγοι που συνδέονται με την παράδοση της Μεταρ­ρυθμίσεως. Από αυτήν τηνέα κατανόησητης Αγίας Γραφής επικράτησε ηαπόρριψη του μοναχισμούστο χώρο της Με­ταρρυθμίσεως. Γενικά, δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι αυτή ηκατανόησηθεωρεί τον Απ. Παύλο ως τον μόνον που κατα­νόησε σωστά το Χριστιανικό μήνυμα. Εκτός αυτού, δεν είναι ο Απ. Παύλος καθεαυτόν ούτε ο Απ. Παύλος σ' όλες τις ε­πιστολές του, αλλά, μάλλον, ο Απ. Παύλοςόπως τον κατα­νόησε ο Λούθηρος.
Κατ' αυτήν την άποψη οι γνήσιοι ερμηνευ­τές της διδασκαλίας και του λυτρωτικού έργου του Κυρίου μας είναι: ο Απ. Παύλος, όπως κατανοήθηκε από το Λούθη­ρο, ύστερα ο Μαρκίων, ύστερα ο Αγ. Αυγουστίνος, και ύστερα ο Λούθηρος. Ο Μαρκίων καταδικάστηκε από ολόκλη­ρη την αρχαία Εκκλησία. Ο Αγ. Αυγουστίνος πράγματι πρόλαβε το Λούθηρο σε μερικές απόψεις του, αλλά ασφαλώς όχι στοδόγμα της δικαιώσεωςκαι στην περί πίστεως ιδιαίτε­ρη κατανόηση του Λουθήρου. Είναι πιο πολύ ηπερί προορι­σμού, ακαταγωνίστου χάριτος, διδασκαλία του Αγ. Αυγου­στίνου, και η διδασκαλία του περίολοκληρωτικής διαφθοράς του ανθρωπουπου περιλαμβάνεται μέσα στο «καινοφανές» -όπως γράφει ο Άγ. Βικέντιος ο εκ Ληρίνης -δόγμα του περί προπατορικής αμαρτίαςπου επηρέασε το Λούθηρο, ο οποίος ήταν ο ίδιος Αυγουστινιανός μοναχός.
Ηαπόρριψη του μοναχισμούτελικά προήλθε από την έμφαση που δόθηκε στην άποψη ότι η σωτηρία είναι ένα άνευ όρων δώρο του Θεού. Μια τέτοια θέση είναι πλήρως ακριβής, αλλά η ιδιαίτερη κατανόησή της (από το Λούθηρο) ήταν εντε­λώς αντίθετη από την κατανόηση της αρχαίας Εκκλησίας. Το ότι η σωτηρία ήταν το άνευ όρων δώρο του Θεού στον άνθρωπο και το ότι ο άνθρωπος δικαιώνεται εκ πίστεως, δεν υ­πήρξε ποτέ ένα πρόβλημα στον αρχαίο Χριστιανισμό. Αλλάαπό την προοπτική και την ειδική έμφαση του Λουθήρου, κά­θε μορφή «έργων», ιδιαίτερα των έργων των μοναχών κατά τον ασκητικό τους αγώνα,θεωρήθηκε ότι αντιφάσκειστην ά­νευ όρων φύση της χάριτος και στην άνευ όρων δωρεά της σωτηρίας.
Αν κάποιος στ' αλήθεια δικαιώνονταν εκ πίστε­ως, τότε έτσι σκέφτονταν ο Λούθηρος- ο άνθρωπος δεν δικαιώνεται «εξ έργων». Για το Λούθηρο «η δικαίωσις εκ πί­στεως» σήμαινε μια εξωτερική δικαίωση, μια δικαίωση πλή­ρως ανεξάρτητη από κάθε εσωτερική μεταβολή μέσα στα βά­θη της πνευματικής ζωής ενός προσώπου. Για το Λούθηρο «το δικαιούν» σήμαινε το να δηλώσεις ότι κάποιος είναι δί­καιος ή ενάρετος, όχι το να τον «κάνεις» δίκαιο ή ενάρετο -αυτό δείχνει ενδιαφέρον για μια εξωτερική δικαίωση η οποία στην πραγματικότητα είναι ένας πνευματικός μύθος.Ο Λούθηρος δημιούργησε ένα νομικισμό πολύ πιο αυστηρό από το νομικισμό που ανακάλυψε στη Ρωμαιοκαθολική σκέψηκαι πρακτική της εποχής του. Επιπλέον, το νομικίστικο δόγ­μα του Λουθήρου για την εξωτερική δικαίωση είναι από πνευ­ματική άποψη σοβαρό, γιατί είναι μια νομική πράξη η οποία στην πραγματικότητα δεν υφίσταται και δεν μπορεί να υφί­σταται.Ο Λούθηρος νόμιζε ότι πουθενά αλλού ο τονισμός των «έργων» δεν ήταν τόσο ισχυρός όσο στο μοναχισμό.Γι’ αυτό ο μοναχισμός έπρεπε να απορριφθεί και απορρίφθηκε. Αλλά ο Λούθηρος έδωσε μια ευρύτερη ερμηνεία στον τονι­σμό από τον Απ. Παύλο της πίστεως, της δικαιώσεως εκ πί­στεως και της άνευ όρων δωρεάς της χάριτος της σωτηρίας.
Ο Απ. Παύλοςαντιμάχεται άμεσα τον Ιουδαϊσμό, ιδιαίτερα στηνΠρος Ρωμαίους Επιστολήτου. Αυτός είναι τα «έργα του νόμου», ο νόμος όπως ορίζεται και ερμηνεύεται και ασ­κείται από τον Ιουδαϊσμό της εποχής του Απ. Παύλου. Ο Κύριος μας έδειξε την ίδια αντίδραση στην εξωτερίκευση και μηχανική κατανόηση του «νόμου». Πράγματι, το ίδιο το κεί­μενο τηςΠρος Ρωμαίους Επιστολήςαποκαλύπτει σε κάθε παράγραφο ότιο Απ. Παύλος συγκρίνει τον εξωτερικό νόμο του Ιουδαϊσμού με την «κοινότητα»(το νέο) της πνευματικής κατανοήσεως του νόμου, με την «κοινότητα» της αποκαλύψεως του Θεού εν Χριστώ Ιησού δια της Ενσαρκώσεως, του θανάτου, και της Αναστάσεως του Κυρίου μας. Ο Θεός έγινε Άνθρωπος. Ο Θεός μπήκε μέσα στην ανθρώπινη Ιστο­ρία και πράγματι το «καινόν» (το νέο) είναι ριζοσπαστικό.Αλλά το να παρεξηγήσει κανείς την κριτική του Απ. Παύ­λου για τα «έργα», το να νομίσει ότι ο Απ. Παύλος μιλά για τα «έργα» που επιβάλλονται από τον Κύριο μας μάλλον παρά για την Ιουδαϊκή κατανόηση των έργων του «νόμου», είναι μια παρεξήγηση θεμελιακής φύσεως.
Εν τούτοις, είναι αλή­θεια ότι ο Λούθηρος είχε δίκιο όταν θεωρούσε την ιδιαίτερη κατεύθυνση που είχε πάρει το Ρωμαιοκαθολικό σύστημα της «αξιομισθίας» ως κάτιπαρόμοιομε το Ιουδαϊκό νομικίστικο σύστημα.Ο Λούθηρος, λόγω του παρελθόντος του, και λόγω του θεολογικού περιβάλλοντός του, όσες φορές διάβαζε κάτι στις Επιστολές του Απ. Παύλου για τα «έργα», αμέσως θυ­μόταν τη δική του εμπειρία ως μοναχού και το σύστημα της αξιομισθίας και των συγχωροχαρτιών μέσα στο οποίο είχε α­νατραφεί.Πρέπει να τονισθεί πολύ έντονα ότι ο Λούθηρος προασπίζεται πράγματι τη μια πλευρά της σωτηρίας, αυτήν την αιτία και την πηγή της λυτρώσεως και της χάριτος, αλλάπαραβλέπει την άλλη πλευρά, την πλευρά της συμμετοχής του άνθρωπου σ' αυτήν την άνευ όρων δωρεά της θεϊκής πρωτοβουλίας και χάριτος.
Ο Λούθηρος φοβάται κάθε ανα­βίωση του Ρωμαιοκαθολικού συστήματος της αξιομισθίας και των συγχωροχαρτιών,φοβάται κάθε στάση που θα εγκα­θίδρυε μια γνήσια Πελαγιανική τάση, κάθε στάση που θα επέ­τρεπε στον άνθρωπο να πιστεύει ότι αυτόςο άνθρωπος είναι η αίτια, η πηγή, ή η κύρια πηγή της σωτηρίας.Και εδώ ο Λούθηρος έχει δίκιο. Η διάκριση μεταξύ Αγάπης και Έ­ρωτος που κάνει ο Nygren είναι ορθή μέσα σ' αυτήν τη συνά­φεια, γιατί κάθε πνευματικότητα η οποία παραλείπει την Α­γάπη και επικεντρώνεται μόνο στον Έρωτα, στην προσπάθεια του ανθρώπου να κερδίσει τη δύναμη του Θεού, είναι κα­τά βάση μη  Χριστιανική. Αλλάτο θέμα δεν είναι τόσο α­πλό.
Και τα δυο άκρα είναι λάθος. Ο Θεός θέλησε ελεύθερα μιασυνεργιστική οδό λυτρώσεωςστην οποία ο άνθρωπος πρέπει να συμμετέχει πνευματικά.Ο Θεός είναι ο ενεργών, η αιτία, αυτός που αρχίζει, αυτός που συμπληρώνει κάθε λυ­τρωτική δραστηριότητα. Αλλά ο άνθρωπος είναι εκείνος που πρέπει να ανταποκριθεί πνευματικά στην άνευ όρων δωρεά της χάριτος.Και σ' αυτήν την ανταπόκριση υπάρχει μια αυ­θεντική θέση για την πνευματικότητα του μοναχισμού και του ασκητισμού, μια θέσει που δεν έχει απολύτως τίποτε να κάνει με τα «έργα του νόμου», ή με το σύστημα της αξιομισθίας και των συγχωροχαρτιών.

 
Από το βιβλίο: ΟΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ
Μετάφραση: Παναγιώτη Πάλλη- Εκδόσεις: Π.ΠΟΥΡΝΑΡΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1992

Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com
4  ΙΟΥΛΙΟΥ  2011


Read more:http://www.egolpion.net/epistoles_pavlou_florofsky.el.aspx#ixzz2jn64wyjl

Eσχατολογία

Eσχατολογία


 
Eσχατολογία 
π ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ


  Oι χιλιαστικές αντιλήψεις της κίνησης απορρίπτονται από την αγία Γραφή.
Ο Iωάννης βλέπει τον Άγγελο να «δένει» τον Δράκοντα για «χίλια έτη», στα οποία βασιλεύουν όσοι δεν προσκύνησαν «το θηρίον και την εικόνα αυτού» (Αποκ. κ' 1-4. Βλ. και ιγ' 11-17. ιδ' 9-11). Οι «λοιποί των νεκρών» δεν ανέζησαν μέχρι πού να συμπληρωθούν τα «χίλια έτη». Αυτή είναι η «πρώτη ανάσταση» και αυτός πού θα λάβει μέρος σ' αυτήν δεν θα γευθεί το «δεύτερο θάνατο», αλλά θα βασιλεύσει με τον Χριστό «χίλια έτη» (Αποκ. κ' 4-6. Βλ και β' 11. κα' 8). Μετά, ο Σατανάς θα λυθεί για να πλανήσει τα έθνη, θα ακολουθήσει η μεγάλη θλίψη, πού όμως θα τελειώσει με την συντριβή του Διαβόλου και των οργάνων του (Αποκ. κ' 7-10).

Πράγματι, με την έλευση του Χριστού ο Σατανάς «δέθηκε» και το κράτος του διαλύθηκε (Ματθ. ιβ' 29). Η βασιλεία του Χριστού άρχισε, γι' αυτό και ο Κύριος εξέβαλε τα δαιμόνια (Ματθ. ιβ' 28. Λουκ. ι' 18. ια' 20).
Οι πιστοί ενίκησαν τον Σατανά «δια το αίμα του Αρνίου» (Αποκ. Ζ' 14), ελευθερώθηκαν από τη δουλεία της αμαρτίας και εισήλθαν στη βασιλεία του Χριστού (Κολ α' 13. Έβρ. β' 14-15). Ο Χριστός βασιλεύει στους πιστούς (Α' Κορ. ιε' 24-25) και οι πιστοί βασιλεύουν δια του Χριστού (Ρωμ. ε' 17-19. Έφεσ. β' 5-6. Α' Πέτ. β' 5. 9. Αποκ. α' 6).Μ' αυτή την έννοια η Βασιλεία του Θεού είναι «εντός ημών»,μεταξύ μας, δηλαδή παρούσα (Λουκ. ΙΖ' 21).

Το «δέσιμο» του Σατανά δεν είναι απόλυτο και η καταδίκη του δεν είναι τελική, θα λυθεί μετά «χίλια Χρόνια» και θα κηρύξει διωγμό εναντίον των πιστών, θα ξεσηκώσει τα ασεβή έθνη. Όμως τότε με τη δευτέρα παρουσία του Χριστού, θα πραγματοποιηθεί η τελική κρίση του (Αποκ. ιθ' 20. κ' 8-10).

Το ίδιο παρατηρούμε και για τη βασιλεία των πιστών: δεν είναι πλήρης. Αποτελεί πρόγευση και προοίμιο της αιωνίας βασιλείας, μετά την καταδίκη του «θηρίου» και όλων των οργάνων του Σατανά.
Το ότι η βασιλεία αυτή δεν είναι πλήρης, αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι υπάρχουν ασεβή έθνη, τα οποία στο τέλος των «χιλίων ετών» ενώνονται με τον Διάβολο εναντίον των πιστών. Αυτό θα κορυφωθεί με την εμφάνιση και τη δράση του Αντίχριστου, πριν από τη δευτέρα παρουσία του Χριστού.

Η «χιλιετής βασιλεία» λοιπόν είναι η βασιλεία του Χριστού από την ανάστασή του «έως της συντελείας του αιώνος»(Ματθ. κη' 18-20. Βλ και Λουκ. Ιζ' 20-21).
Σ' αυτή την περίοδο πραγματοποιείται η «πρώτη ανάσταση» (Αποκ. κ' 5), δηλαδή η ανάσταση των πιστών από τη δουλεία της αμαρτίας, η αναγέννησή τους στο σώμα του Χριστού (Ιω. γ' 3-5. Γαλ γ΄26-29. Ρωμ. η' 14-17). Η κατάσταση της αμαρτωλής ζωής είναι πνευματικός θάνατος (Λουκ. ιε' 24. 32. Ρωμ. ια' 15. Έφεσ. ε' 14. Α' Ίω. γ' 14-15. Αποκ. γ' 1, βλ καί Γεν. β' 17). Συνεπώς η απαλλαγή από την αμαρτωλή κατάσταση, είναι ανάσταση.

Όσοι έλαβαν μέρος σ' αυτή την «πρώτη ανάσταση» θα βασιλεύσουν με τον Χριστό «έως της συντελείας του αιώνος» και δεν θα γνωρίσουν το «δεύτερο θάνατο», δηλαδή τον πνευματικό (Αποκ. β' 11. κ' 6.14. κα' 8).
Όλοι αυτοί θα λάβουν μέρος στη «δεύτερη ανάσταση», πού είναι η ανάσταση των σωμάτων, θα ενωθούν με τούς πιστούς πού θα ζουν κατά την ημέρα του Κυρίου και θα ενδυθούν αφθαρσία και αθανασία, για να είναι «πάντοτε μετά του Κυρίου» (Α' Θεσ. δ' 16-17).

Η αγία Γραφή χρησιμοποιεί τον όρο «αρμαγεδών» για να δηλώσει την «ημέρα του Κυρίου», δηλαδή τη δευτέρα παρουσία του Χριστού, πού θα είναι ημέρα μεγάλης κρίσεως (Ιούδα 6), ημέρα «οργής» (Ρωμ. β' 5), «η ημέρα η μεγάλη της οργής αυτού» (Αποκ. στ' 17).

Ο Κύριος λέγει με σαφήνεια: «Ιδού έρχομαι ως κλέπτης μακάριος όστις αγρυπνεί...»(Αποκ. ιστ' 15). Όλα λοιπόν θα γίνουν ακαριαία, η δευτέρα παρουσία του Χριστού, η ανάσταση των κεκοιμημένων, η αλλαγή και η «αρπαγή» των ζώντων πιστών, η είσοδος στην αιώνια ζωή και την αιώνια καταδίκη.

   Η «αρπαγή» δεν προηγείται του Αντιχρίστου, ο οποίος θα έλθει και θα διώξει τούς πιστούς. Στις ημέρες του Αντιχρίστου η ζωή δεν θα είναι εύκολη για όσους δεν έλαβαν το χάραγμα του θηρίου και δεν προσκυνούν την εικόνα του (Αποκ. ιγ' 11-17). Οι συνειδητοί χριστιανοί θα ελαττωθούν αριθμητικά (Λουκ. ιη' 8. Β' Τιμ. γ' 1-5). Όμως ο Κύριος μας βεβαιώνει πώς το γένος των Χριστιανών («ή γενεά αύτη») δεν θα εκλείψει, μέχρις ότου τελειώσουν τα βάσανα, πού θα προκαλέσει ο Αντίχριστος (Ματθ. κδ' 34-35).

Για να δηλώσει η αγία Γραφή τις εσχατολογικές αυτές αλήθειες χρησιμοποιεί διάφορες εικόνες για την τελική συντριβή του κακού με τη θριαμβευτική παρουσία του Χριστού (Αποκ. ιδ' 19-20. ιθ' 19-21), για την τελική νίκη του Κυρίου (Αποκ. ιζ' 14-16), για το γεγονός ότι οι πιστοί θα χαίρονται την κοινωνία του Κυρίου, ενώ οι άδικοι θα βασανίζονται από τη στέρησή της (Ματθ. ιγ' 30. 47-48. κδ' 40-41. κε' 31-46. Λουκ. Ιζ' 34-35. Α' Θεσ. δ' 16-18).

Η αντίληψη πώς οι άνθρωποι θα ζήσουν σ' αυτή τη γη, μέσα σ' ένα υλικό παράδεισο, ο οποίος θα τούς προσφέρει όλες τις επίγειες απολαύσεις, δεν βρίσκει θεμελίωση στην αγία Γραφή. Η βασιλεία του Θεού είναι πνευματική, όχι σαρκική. Αυτό γίνεται φανερό, ακόμη και με μία σύντομη ανασκόπηση της περιπέτειας, στην οποία μπήκε ολόκληρη η κτίση, με την πτώση του ανθρώπου.

Με την πτώση του ανθρώπου, ολόκληρη η δημιουργία υποτάχθηκε στη φθορά (Γέν. γ' 17-18) και γι' αυτό συμμετέχει στην περιπέτεια του ανθρώπου.
Η Γραφή αναφέρει πώς οι σημερινοί ουρανοί και η σημερινή γη «είναι αποταμιευμένοι, φυλαττόμενοι δια το πυρ εις την ημέρα της κρίσεως και της απώλειας των ασεβών ανθρώπων» (Β' Πέτρ. γ' 7).

«Θέλει δε έλθει η ημέρα του Κυρίου, ως κλέπτης εν νυκτί, καθ' ην οι ουρανοί θα παρέλθουν με συριγμόν, τα στοιχεία δε πυρακτούμενα θα διαλυθούν και η γη και τα εν αυτή έργα θα κατακαούν. Επειδή λοιπόν πάντα ταύτα διαλύονται, οποίοι πρέπει να είσθε σεις εις πολίτευμα άγιο, και ευσέβεια, προσμένοντες και σπεύδοντες εις την παρουσίαν της ημέρας του Θεού, καθ' ην οι ουρανοί πυρακτούμενοι θα διαλυθουν, και τα στοιχεία πυρακτούμενα θα χωνευθουν; Κατά την υπόσχεση αυτού νέους ουρανούς και νέα γη προσμένομεν, εν οίς δικαιοσύνη κατοικεί» (Β' Πέτρ. γ' 10-13).

Η μαρτυρία αυτή της Γραφής φανερώνει πώς η κατά γράμμα γη θα εισέλθει σε χωνευτήριο, για να εξέλξει μια «νέα γη», άφθαρτη και απαλλαγμένη από τις συνέπειες της πτώσης (Ρωμ. η' 19-22), αυτή την αφθαρτοποιημένη γη θα κληρονομήσουν οι πραείς και οι ειρηνοποιοί, πού θα oνoμασθούν «υιοί Θεού» (Ματθ. ε' 5-10).

Ο χαρακτήρας της βασιλείας του Θεού θα είναι πνευματικός, όχι σαρκικός (Ματθ. ιστ' 52. Ίω. ιη' 36. Β' Κορ. ι' 3-6. Εφεσ. στ' 13-18. Α' Θεσ. ε' 8). Κατά τη δευτέρα παρουσία του Κυρίου θα γίνει η καθολική ανάσταση των σωμάτων, όχι βαθμιαία, αλλά σε μία στιγμή (Ίω. ε' 28-29. Α' Κορ. ιε' 52) και αυτή δεν θα είναι για όλους χαρά, για άλλους θα είναι ανάσταση ζωής και για άλλους ανάσταση κρίσης (Ίω. ε' 29).

Τα σώματα πού θα αναστηθoύν και εκείνα (των Ζώντων κατά την παρουσία του Κυρίου) πού θα αλλαγούν, θα ενδυθούν αφθαρσία και αθανασία (Α' Κορ. ιε' 36-55. Α' Θεσ. δ' 14-17. Φιλ. γ' 20-21). Γι' αυτό δεν θα υπάρχουν πλέον υλικές ανάγκες (Α' Κορ. στ' 13) και η ζωή των ανθρώπων θα είναι πνευματική (Ματθ. κβ' 30. Μάρκ. β' 25). Δεν πρόκειται λοιπόν για κάποιο επίγειο παράδεισο, αλλά για πνευματική βασιλεία.

   Η διδαχή πώς ο Σατανάς και ο Αντίχριστος δεν υπάρχουν σαν πρόσωπα είναι βλάσφημη και άvτι-Γραφική. Στη Γένεση αναφέρεται ο «όφις», πού τελικά θα συντριβεί (Γέν. γ' 1. Αποκ. κ' 10, βλ. και Ματθ. κε' 41).

Ο απόστολος Παύλος λέγει πώς πριν από τη δευτέρα παρουσία του Χριστού θα έλθει «ο υιός της απωλείας» (Β' Θεσ. β' 3). Ο προφήτης Δανιήλ τον ονομάζει «μικρόν κέρας» (Δαν. ζ' 8. 24-25, βλ. και Α' Ιω. β' 18), ενώ η Αποκάλυψη κάνει λόγο για το «θηρίο» με δύο κέρατα, «όμοια αρνίω» (Αποκ. ιγ' 11), δηλαδή θα μοιάζει εξωτερικά με τον Χριστό. Μάλιστα θα έχει και δικό του «πρόδρομο-προφήτη», πού όμως θα είναι ψευδοπροφήτης. Τόσο ο Αντίχριστος, όσο και ο ψευδοπροφήτης θα ριφθούν στη λίμνη τού «πυρός και τού θείου», μαζί με τον Διάβολο (Αποκ. ιστ' 13. ιθ' 20. κ' 10).

ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΑΙΡΕΣΕΩΝ & ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ
π ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ


Read more:http://www.egolpion.net/xilia_xronia.el.aspx#ixzz2jn4nZXoq